Σε δύο πρόσφατες καταδίκες της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναφέρεται η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Καταδίκη Κύπρου από ΕΔΑΔ για επιστροφή Σύριων αιτητών ασύλου στον Λίβανο
Όπως αναφέρει η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, στις 8 Οκτωβρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε την ομόφωνη απόφασή του στην ατομική προσφυγή M.A. and Z.R. v. Cyprus (αρ. αίτησης 39090/20). Αντικείμενο της υπόθεσης ήταν η επιστροφή στον Λίβανο των αιτητών, ήτοι δύο Σύρων υπηκόων, μαζί με άλλους Σύρους, μετά από την «αναχαίτιση», όπως το ΕΔΔΑ αναφέρει, του πλοιαρίου τους εντός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τις Αρχές της Δημοκρατίας, παρά την ισχυριζόμενη επιθυμία τους να ζητήσουν άσυλο στην Κύπρο.
Στην παρούσα υπόθεση, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οι κυπριακές Αρχές επέστρεψαν στον Λίβανο τους αιτητές χωρίς να εξετάσουν το αίτημά τους για άσυλο και χωρίς να λάβουν όλα τα βήματα που απαιτούνται με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο της Δημοκρατίας.
Επίσης, ότι οι αρμόδιες Αρχές δεν διεξήγαγαν αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στον Λίβανο, ούτε αξιολόγησαν τον κίνδυνο επαναπροώθησης ή τις συνθήκες διαβίωσης των αιτητών ασύλου στον Λίβανο προτού τους απομακρύνουν.
Η Δημοκρατία επομένως, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, απέτυχε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με το οποίο «κανείς δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία».
Πέραν των ανωτέρω, κρίθηκε ότι η απέλαση των αιτητών ήταν ομαδική στη φύση της, καθότι δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να αφορούν σε κάθε έναν από τους επιβαίνοντες στο πλοιάριο ξεχωριστά, ούτε αποσπάσματα συνεντεύξεων ή άλλο υλικό, αλλά ούτε υπήρξε οποιαδήποτε ένδειξη ότι οι αιτητές απέτυχαν να συνεργαστούν με τις κυπριακές Αρχές.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τις ομαδικές απελάσεις αλλοδαπών. Για τις ως άνω παραβιάσεις το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι αιτητές δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικές θεραπείες όπως προνοεί το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ (Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής).
Όσον αφορά στο παράπονο των αιτητών για τον τρόπο που έτυχαν μεταχείρισης από τη Δημοκρατία, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν ενόσω οι αιτητές βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κυπριακών Αρχών συνιστούσαν εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (Απαγόρευση των βασανιστηρίων). Το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για κάθε αιτητή ξεχωριστά ύψους 22.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 4,700 ευρώ για έξοδα.
Καταδίκη σε υπόθεση δικαιώματος για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής
Εξάλλου, η Νομική Υπηρεσία αναφέρεται και σε άλλη καταδίκη κατά την οποία το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή 12 χιλιάδων ευρώ από την Κυπριακή Δημοκρατία σε γυναίκα για ηθική βλάβη σε υπόθεση δικαιώματος της για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.
Η Νομική Υπηρεσία αναφέρει ότι στις 8 Οκτωβρίου 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε την απόφασή του σε ατομική προσφυγή αντικείμενο της οποίας αποτέλεσαν διατάγματα επικοινωνίας και επιμέλειας/φύλαξης παιδιών, τα οποία είχαν εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, υπέρ της μητέρας τους (αιτήτριας) και εναντίον του πατέρα τους.
Ενώπιον του ΕΔΔΑ, η αιτήτρια παραπονέθηκε για μη εκτέλεση/εφαρμογή των εν λόγω διαταγμάτων, επικαλούμενη παραβίαση των Άρθρων 6 (Δικαίωμα σε δίκαιη δική) και 8 (Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και συγκεκριμένα, για μη συμμόρφωση της Δημοκρατίας με τις απορρέουσες από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ θετικές υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης να βοηθήσει την αιτήτρια στις προσπάθειες επανένωσης με τα παιδιά της.
Το ΕΔΔΑ αποδεχόμενο τα παράπονα της αιτήτριας κατέληξε σε εύρημα παραβίασης του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από μέρους της Δημοκρατίας και επιδίκασε στην αιτήτρια ποσό ύψους €12.000 για ηθική βλάβη/μη χρηματική ζημιά, διότι, ως κρίθηκε από το Δικαστήριο, οι εθνικές Αρχές (οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και η Αστυνομία, κυρίως) δεν ενήργησαν έγκαιρα.
Το ΕΔΔΑ, ωστόσο, αναφέρει η Νομική Υπηρεσία, ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο για περίπτωση όπου οι Αρχές απέτυχαν και/ή παρέλειψαν να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα για να βοηθήσουν την αιτήτρια να ανακτήσει την επιμέλεια των παιδιών της. Αναγνώρισε, δε, ότι οι Αρχές συναντήθηκαν με τους γονείς και τα παιδιά σε πολλές περιπτώσεις, συνόδευσαν την αιτήτρια στις συναντήσεις της με τα παιδιά, πραγματοποίησαν πολυθεματικές συναντήσεις επιδιώκοντας τον συντονισμό των ενεργειών τους, κατάρτισαν προγράμματα και πλάνα επαφής/επικοινωνίας και κράτησαν τους γονείς ενήμερους αναφορικά με τις ενέργειες και τις δράσεις τους.
Εντούτοις, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι αντιδράσεις των κυπριακών Αρχών είτε δεν ήταν άμεσες/έγκαιρες, είτε εξαρτιόντουσαν εξ ολοκλήρου από την προθυμία του πατέρα να συνεργαστεί, παρά το γεγονός ότι είχε επανειλημμένα αποδείξει την έλλειψη τέτοιας πρόθεσης. Και ενώ το ΕΔΔΑ είχε επίγνωση και έλαβε υπόψιν του το γεγονός ότι οι Αρχές είχαν έρθει αντιμέτωπες με έντονη αντιπαράθεση και αντίσταση από τα παιδιά, ταυτόχρονα δεν μπορούσε να παραβλέψει τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ότι η εν λόγω αντίσταση οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στην αρνητική επιρροή και παρέμβαση του πατέρα.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι η συστηματική παρεμπόδιση του πατέρα στις προσπάθειες των Αρχών για επανένωση των παιδιών με την αιτήτρια δεν απάλλαξε τις Αρχές από την ευθύνη τους να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προς διευκόλυνση μιας τέτοιας επανένωσης. Περαιτέρω, σημείωσε ότι, αν και η χρήση καταναγκαστικών μέτρων πρέπει να είναι περιορισμένη, η χρήση κυρώσεων δεν πρέπει να αποκλείεται στην περίπτωση παράνομης συμπεριφοράς από τον γονέα με τον οποίο διαμένουν τα παιδιά.
Ως εκ τούτου, οι Αρχές θα έπρεπε να έχουν λάβει στοχευμένα και αποφασιστικά μέτρα, όπως εκείνα που έλαβαν αργότερα, περιορίζοντας την παρέμβαση του πατέρα στις ενέργειές τους και την επιρροή του στα παιδιά σε προγενέστερο στάδιο, όταν η εκτέλεση των διαταγμάτων των εθνικών δικαστηρίων θα ήταν ακόμη δυνατή. Καταληκτικά, το ΕΔΔΑ συμπέρανε ότι η αιτήτρια δεν είχε λάβει αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος της για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.