του Martin Wolf
Ποιος θα πρέπει να είναι ο στόχος των εμπορικών επιχειρήσεων; Για πολύ καιρό, η επικρατούσα άποψη στις αγγλόφωνες χώρες και, όλο και περισσότερο, αλλού, ήταν αυτή που είχε προωθήσει ο οικονομολόγος Milton Friedman στο άρθρο του στους New York Times με τίτλο «Η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης είναι η αύξηση των κερδών της», το οποίο δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1970. Και εγώ το πίστευα αυτό. Αλλά έκανα λάθος.
Το άρθρο αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο. Αλλά το «ζουμί» είναι στο συμπέρασμά του: «υπάρχει μία και μόνο μία κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων –να χρησιμοποιούν τους πόρους τους και να εμπλέκονται σε δραστηριότητες που έχουν σχεδιαστεί για να αυξήσουν τα κέρδη τους, αρκεί να παραμένουν εντός των κανόνων του παιχνιδιού, δηλαδή να εμπλέκονται σε ανοικτό και ελεύθερο ανταγωνισμό χωρίς δόλο και απάτη».
Οι επιπτώσεις της θέσης αυτής είναι απλές και ξεκάθαρες. Αυτή είναι και η βασική αρετή της. Αλλά, όπως υποτίθεται πως είπε (αλλά ίσως δεν έκανε) ο H L Mencken, «για κάθε περίπλοκο πρόβλημα υπάρχει μια απάντηση που είναι ξεκάθαρη, απλή και λάθος». Αυτό είναι ένα ισχυρό παράδειγμα αυτής της αλήθειας.
Μετά από 50 χρόνια, το δόγμα αυτό χρειάζεται να επαναξιολογηθεί. Πολύ βολικά, δεδομένης της σχέσης του Friedman με το University of Chicago, το Stigler Center του Booth School of Business μόλις εξέδωσε ένα ebook, με τίτλο «Milton Friedman 50 Years Later», που περιλαμβάνει διαφορετικές απόψεις.
Σε ένα εξαιρετικό συμπερασματικό άρθρο, ο Luigi Zingales, που προώθησε τη συζήτηση, προσπαθεί να δώσει μια ισορροπημένη εκτίμηση. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, η ανάλυσή του είναι συντριπτική. Θέτει ένα από ερώτημα: «υπό ποιες συνθήκες είναι κοινωνικά αποδοτικό οι managers να επικεντρώνονται μόνο στη μεγιστοποίηση της αξίας των μετόχων;»
Η απάντησή του είναι τριπλή: «Πρώτον, οι επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργούν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το οποίο θα ορίσω ως επιχειρήσεις που δεν έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τιμές και δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν κανόνες. Δεύτερον, δεν πρέπει να υπάρχουν εξωτερικότητες (ή η κυβέρνηση θα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίσει απόλυτα αυτές τις εξωτερικότητες μέσω ρύθμισης και φορολογίας). Τρίτον, τα συμβόλαια είναι ολοκληρωμένα, από την άποψη ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε σε ένα συμβόλαιο όλα τα σχετικά ενδεχόμενα χωρίς κόστος».
Δεν χρειάζεται να πούμε πως δεν ισχύει καμία από αυτές τις συνθήκες. Πράγματι, η ύπαρξη της επιχείρησης δείχνει πως δεν ισχύουν. Η εφεύρεση της επιχείρησης επέτρεψε τη δημιουργία τεράστιων οντοτήτων, προκειμένου να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας. Δεδομένου του μεγέθους τους, η ιδέα πως δεν επηρεάζουν τις τιμές είναι παράλογη. Οι εξωτερικότητες, ορισμένες από αυτές παγκόσμιες, είναι προφανώς διάχυτες. Οι επιχειρήσεις υπάρχουν επίσης επειδή τα συμβόλαια είναι ατελή. Αν ήταν δυνατόν να γραφτούν συμβόλαια που προσδιορίζουν κάθε πιθανότητα, τότε η ικανότητα της διοίκησης να αντιδράσει στο απρόσμενο θα ήταν περιττή. Πάνω απ’ όλα, οι επιχειρήσεις είναι αυτές που επηρεάζουν τις τιμές. Παίζουν παιχνίδια με τους κανόνες τους οποίους έχουν σε μεγάλο βαθμό δημιουργήσει οι ίδιες, μέσω της πολιτικής.
Η δική μου συμβολή στο ebook δίνει έμφαση σε αυτό το τελευταίο σημείο, θέτοντας το ερώτημα του ποιο είναι ένα καλό «παιχνίδι». Όπως υποστηρίζω, «είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν θα προωθούσαν ψευτοεπιστήμη για το κλίμα και το περιβάλλον· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν θα σκότωναν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους προωθώντας τον εθισμό στα οπιούχα· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν θα πίεζαν για φορολογικά συστήματα που τους αφήνουν να «παρκάρουν» τεράστια ποσοστά των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν θα ασκούσε πίεση για την ανεπαρκή κεφαλαιοποίηση που προκαλεί τεράστιες κρίσεις· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο το copyright δεν θα παρατείνεται διαρκώς· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν θα προσπαθούσαν να ‘ευνουχίσουν’ μια αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού· είναι ένα παιχνίδι στο οποίο οι επιχειρήσεις δεν θα πίεζαν σκληρά ενάντια στις προσπάθειες για περιορισμό των δυσμενών κοινωνικών συνεπειών της ανασφάλιστης εργασίας· και ούτω καθεξής».
Είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζουν πολλοί συγγραφείς αυτής της συλλογής, πως η εμπορική επιχείρηση περιορισμένης ευθύνης ήταν (και είναι) μια λαμπρή θεσμική καινοτομία. Είναι αλήθεια, επίσης, πως το να γίνουν οι επιχειρηματικοί στόχοι πιο περίπλοκοι πιθανότατα θα είναι προβληματικό. Άρα, όταν ο Steve Kaplan του Booth School ρωτά πώς να συμβιβάσουν οι επιχειρήσεις τους πολλούς διαφορετικούς στόχους, συμπάσχω. Ομοίως, όταν οι επιχειρηματικοί ηγέτες μας λένε πως τώρα θα εξυπηρετήσουν τις ευρύτερες ανάγκες της κοινωνίας, ρωτώ: πρώτον, τους πιστεύω πως θα το πράξουν;· δεύτερον, πιστεύω πως γνωρίζουν πώς θα το πράξουν;· και τέλος, ποιος τους όρισε για να το κάνουν;
Εν τούτοις, τα προβλήματα με τη εξαιρετικά ανισόρροπη οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη που είναι εγγενή στην τρέχουσα κατάσταση, είναι τεράστια. Επ’ αυτού, η συμβολή της Anat Admati του Stanford University είναι συναρπαστική. Σημειώνει πως οι επιχειρήσεις έχουν αποκτήσει μια σειρά πολιτικών και κοινωνιών δικαιωμάτων, αλλά λείπουν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις τους. Μεταξύ άλλων, σπανίως έχει αποδοθεί εγκληματική ευθύνη σε κάποιον για επιχειρηματικά εγκλήματα. Η Purdue Pharma, που πλέον έχει χρεοκοπήσει, δήλωσε ένοχη στις κατηγορίες για τον χειρισμό του παυσίπονου OxyContin, που έθισε τεράστιους αριθμούς ανθρώπων. Είναι σύνηθες διάφοροι να φυλακίζονται για εμπόριο παράνομων ναρκωτικών, ωστόσο, όπως σημειώνει, «κανένας από την Purdue δεν πήγε στη φυλακή».
Εξίσου σημαντικό, η ανεξέλεγκτη εταιρική δύναμη ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο του λαϊκισμού, ιδιαίτερα του δεξιού λαϊκισμού. Σκεφτείτε το πώς μπορεί κάποιος να πείσει κόσμο να αποδεχθεί τις φιλελεύθερες οικονομικές ιδέες του Friedman. Σε μια δημοκρατίας καθολικής χειραφέτησης, είναι πραγματικά δύσκολο. Για να κερδίσουν, οι φιλελεύθεροι έπρεπε να συμμαχήσουν με κατώτερους σκοπούς – τους πολιτισμικούς πολέμους, τον ρατσισμό, τον μισογυνισμό, τον νατιβισμό, την ξενοφοβία και τον εθνικισμό. Πολλά από αυτά έγιναν βέβαια χαμηλόφωνα και έτσι είναι διαψεύσιμα.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η επακόλουθη διάσωση αυτών που την προκάλεσαν με τη συμπεριφορά τους, κατέστησε την προώθηση μιας απορρυθμισμένης ελεύθερης αγοράς ακόμα δυσκολότερη. Άρα, έγινε πολιτικά ουσιώδες για τους φιλελεύθερους να επιτείνουν τις προσπάθειες σε αυτούς τους κατώτερους σκοπούς. Ο κ. Trump δεν ήταν ο άνθρωπος που ήθελαν: ήταν απρόβλεπτος και χωρίς αρχές, αλλά ήταν ο πολιτικός επιχειρηματίας που βρίσκονταν στην καλύτερη θέση για να κερδίσει την προεδρία. Τους έχει δώσει αυτό που ήθελαν περισσότερο: φοροαπαλλαγές και απορρύθμιση.
Υπάρχουν πολλές λογομαχίες που μπορεί να δοθούν για το πώς θα πρέπει να αλλάξουν οι επιχειρήσεις. Αλλά το μεγαλύτερο ζήτημα, μακράν, είναι το πώς θα δημιουργηθούν καλοί κανόνες για το παιχνίδι σε επίπεδο ανταγωνισμού, εργασίας, περιβάλλοντος, φορολογίας κ.λπ.
Ο Friedman υπέθεσε είτε πως τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία ή πως μια λειτουργική δημοκρατία θα επιβίωνε των παρατεταμένων επιθέσεων από ανθρώπους που σκέφτονταν όπως εκείνος. Καμία από τις υποθέσεις δεν αποδείχθηκε σωστή. Η πρόκληση είναι να δημιουργηθούν καλοί κανόνες για το παιχνίδι, μέσω της πολιτικής. Σήμερα δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε.
Πηγή: euro2day.gr