Η τελευταία μείωση του κόστους του χρήματος ήταν στην πραγματικότητα ο Σεπτέμβριος του 2019. Η ΕΚΤ ξεκίνησε τη σπείρα των αυξήσεων στις 27 Ιουλίου 2022, αφού τα επιτόκια είχαν παραμείνει στο μηδέν ή και αρνητικά, επί 11 χρόνια.
Αιτία ήταν η «ανάσταση» του πληθωρισμού για τρεις λόγους: Η μεγάλη ρευστότητα , οι κραδασμοί από την πανδημία στην προσφορά και τη ζήτηση και οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στο κόστος των πρώτων υλών, κατέστησαν τον πληθωρισμό ως τον εφιάλτη κάθε κεντρικού τραπεζίτη.
Στο καταστατικό της ΕΚΤ άλλωστε, περιγράφεται η καταπολέμηση του πληθωρισμού ως απόλυτη προτεραιότητά της. Μέσα σε ένα χρόνο και με μια σειρά 9 αυξήσεων-η τελευταία τον Σεπτέμβριο του 2023-το βασικό καταθετικό επιτόκιο έφτασε στο 4%.
Μ` αυτά και μ` αυτά, ο πληθωρισμός μειώθηκε από το 10 στο 2,6% τον Μάιο του 2024, αν και οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων για το γιατί και πώς συνέβη αυτό, είναι ασαφείς.
Σε απόλυτους όρους, το σημερινό επίπεδο των επιτοκίων δεν είναι υπερβολικό, αλλά, μετά από μια δεκαετία «μεγάλης νομισματικής χαλάρωσης», η διακοπή ήταν απότομη, επώδυνη για κάποιους, συμφέρουσα για άλλους.
Τα κέρδη των τραπεζών
Ποιοι ήταν οι χαμένοι και ποιοι οι νικητές σε αυτήν την τριετία κατά την οποία το κόστος του χρήματος αυξήθηκε ραγδαία;
Μεγάλοι κερδισμένοι, πρώτα από όλα και πάνω από όλα, οι τράπεζες σε όλη την ευρωζώνη. Είχαν υπερκέρδη, χωρίς να χρειαστεί να κάνουν το παραμικρό. Οι τράπεζες εξασφαλίζουν περίπου το 60% των εσόδων τους από το λεγόμενο περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που χρεώνουν στα δάνεια που χορηγούν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και στα επιτόκια που πληρώνουν στους καταθέτες.
Οι εμπορικές τράπεζες λαμβάνουν ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε αντάλλαγμα, πρέπει να πληρώσουν τόκους, που ονομάζεται επιτόκιο αναχρηματοδότησης, ένα από τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Μέσω ενός φαινομένου ντόμινο, τα τραπεζικά ιδρύματα μετακυλίουν αυτό το κόστος στους πελάτες τους. Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αυτό έχει ανέλθει στο υψηλότερο ιστορικό επίπεδο , προκαλώντας έκρηξη του κόστους της πίστωσης σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Οι μέτοχοι εξασφάλισαν επίσης μεγάλα μερίσματα από την άνοδο των μετοχών και τα προγράμματα επαναγοράς, τα διευθυντικά στελέχη απολάμβαναν πλούσια μπόνους και αυξανόμενους μισθούς.
Θεωρητικά, κάποιο όφελος θα έχουν και εκείνοι που κρατούν τα χρήματά τους στις τράπεζες. Αλλά, φυσικά αν ο τόκος που καταβάλλει η τράπεζα πηγαίνει από 0,01 σε 0,02%, κανείς δεν το προσέχει .
Οι κολοσσοί της ενέργειας
Η ενεργειακή βιομηχανία ήταν ένας ακόμη από τους νικητές, έστω και έμμεσα, αυτής της κατάστασης. Τα κέρδη των κολοσσών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου προήλθαν κυρίως από την αύξηση του κόστους των υδρογονανθράκων, που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και, σε μικρότερο βαθμό, από τις εντάσεις στη Μέση Ανατολή και από μια μικρή ανάκαμψη της ζήτησης.
Ωστόσο, οι εταιρείες ενέργειας διαθέτουν ήδη ένα τεράστιο δίκτυο υποδομών και εγκαταστάσεων. Για να παράγουν περισσότερα δεν χρειάζεται να κάνουν τεράστιες επενδύσεις οι οποίες, με το υψηλότερο κόστος χρήματος, θα ήταν ακριβότερες. «Αυτά τα δύο χρόνια σημαδεύτηκαν από την εκδίκηση των υδρογονανθράκων στον άνεμο και τον ήλιο. Αυτό φαίνεται και από την απόδοση των αντίστοιχων μετοχών στο χρηματιστήριο», τονίζουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς.
Μεταβίβαση πλούτου στους δανειστές
Ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα αυτής της περιόδου των αυξημένων επιτοκίων ήταν η μεταβίβαση του πλούτου από τους οφειλέτες στους δανειστές.
Ποιοι έχασαν από τα δύο χρόνια των υψηλών επιτοκίων; Πρώτα απ` όλα, τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου ή εκείνα που έπρεπε να συνάψουν νέες συμβάσεις όταν το κόστος του χρήματος είχε ήδη αυξηθεί.
«Μετρονόμος» των διεθνών επιτοκίων είναι βέβαια οι δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες-η ΕΚΤ και κυρίως η Fed- καθώς οι αποφάσεις τους έχουν άμεσο αντίκτυπο σε όλο τον κόσμο. Εάν τα επιτόκια αυξηθούν στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη τα αντίστοιχα νομίσματά τους ενισχύονται και τα περιουσιακά τους στοιχεία γίνονται πιο κερδοφόρα. Πράγμα που σημαίνει ότι τα χρήματα που είχαν προηγουμένως επενδύσει σε αναπτυσσόμενες χώρες «επιστρέφουν στο σπίτι».
Δεν αρέσει στα χρηματιστήρια το ακριβό χρήμα
Ακόμη και στα χρηματιστήρια, θεωρητικά, δεν αρέσει η αύξηση των επιτοκίων. Τα χρήματα σε κυκλοφορία μειώνονται, επομένως και τα ποσά που θα μπορούσαν να επενδυθούν σε μετοχές.
Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2022 έως σήμερα οι δείκτες έχουν ανέβει. Ο Eurostoxx 50 ,που περιλαμβάνει τις 50 κορυφαίες εισηγμένες εταιρείες στην Ευρωζώνη, αυξήθηκε κατά περίπου 30% . Η ανθεκτικότητα των αγορών σε μια σειρά από δυσμενή γεγονότα εξέπληξε όντως πολλούς παρατηρητές. Σίγουρα συνέβαλαν οι επιδόσεις των νικητριών εταιρειών –των τραπεζών και πετρελαϊκών κολοσσών. Επιπλέον, συνέβαλαν και τα καλά αποτελέσματα των τεχνολογικών κολοσσών, των αμυντικών βιομηχανιών και των φαρμακοβιομηχανιών.
Τι θα συμβεί τώρα;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκιά της ,δίνοντας μια ανάσα σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις. Είναι ενδεικτικό ότι στην ευρωζώνη τα επιτόκια για στεγαστικά δάνεια διαμορφώνονταν το καλοκαίρι του 2021 από 1,24% έως 1,48%. Σήμερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των 5 ετών παρέμεινε αμετάβλητο στο 4,40%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 8,27%.
Λογικά, η πτώση των επιτοκίων που αναμένεται την Πέμπτη θα να διευκολύνει κάπως τις πιστωτικές συνθήκες των νοικοκυριών. Θα ωφελήσει επίσης τις επιχειρήσεις ,αλλά και τις κυβερνήσεις, που επιθυμούν να δανειστούν.
Μιχάλης Ψύλος • [email protected]