Η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη Γερμανία, η οποία δημοσιεύτηκε την Τρίτη, αναγνωρίζει, ότι η γερμανική Kυβέρνηση με τη δέσμη μέτρων που έλαβε πέρυσι και περιλάμβανε «φρένα» στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς επίσης οικονομική στήριξη για τις επιχειρήσεις και την επιτάχυνση της προώθησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κατάφερε να ανακόψει τη μαζική άνοδο των τιμών και τουλάχιστον να μετριάσει την ύφεση της οικονομίας.
Το ΔΝΤ, αν και θεωρεί ότι κατ’ αρχήν έχουν νόημα οι κανόνες για τον περιορισμό του δημοσίου χρέους, το φρένο του χρέους είναι πολύ αυστηρό και συνιστά ήπια χαλάρωση του, σημειώνει η έκθεση.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, υπάρχει μια νέα, ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση, αυτή που αφορά τη διαχείριση του δημογραφικού προβλήματος, της επιδεινούμενης έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, της κλιματικής κρίσης, καθώς και μιας σειράς διαρθρωτικών προβλημάτων, που απειλούν να επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη, την ευημερία και τα δημοσιονομικά τα επόμενα χρόνια.
Το ΔΝΤ, κατ’ αρχήν, εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, αν και οι οικονομολόγοι του Ταμείου θεωρούν ότι η ανάκαμψη προχωρά με αργούς ρυθμούς: για το τρέχον έτος αναμένουν αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,2% -το χαμηλότερο ποσοστό ανάπτυξης μεταξύ όλων των βιομηχανικών και των αναπτυσσόμενων χωρών- ενώ το 2025 και το 2026 το ΑΕΠ πιθανόν να αυξηθεί κατά 1-1,5% κατ’ έτος, προτού το ποσοστό ανάπτυξης υποχωρήσει και πάλι στο 0,7% περίπου.
Το ΔΝΤ αποδίδει την εξέλιξη αυτή κυρίως στη δραστική μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, καθώς και στην αναμενόμενη επιβράδυνση του αριθμού μεταναστών που εισέρχονται στη Γερμανία.
Η γήρανση του πληθυσμού θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στα δημοσιονομικά, δεδομένου ότι θα επιβραδυνθεί η αύξηση των φορολογικών εσόδων και θα αυξηθούν παράλληλα οι δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη, όπως προβλέπει η έκθεση του ΔΝΤ.
Εξαιτίας των άκρως απαραίτητων επενδύσεων στον μετασχηματισμό της χώρας προς την κατεύθυνση της κλιματικής ουδετερότητας, αλλά και των επενδύσεων στην ψηφιοποίηση, την ενίσχυση της μέριμνας για τα παιδιά και την άρση άλλων εμποδίων στην αγορά εργασίας, καθώς επίσης λόγω των δαπανών στην ασφάλεια και την άμυνα που αυξάνονται σημαντικά, το ΔΝΤ -προς δυσαρέσκεια του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ του κόμματος των Φιλελευθέρων- υποστηρίζει εκ νέου την ήπια χαλάρωση του συνταγματικά κατοχυρωμένου φρένου χρέους.
Η έκθεση σημειώνει ότι ακόμα και αν το ανώτατο όριο καθαρού δανεισμού -που αυτή τη στιγμή ορίζεται στο 0,35% του ΑΕΠ- αυξανόταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το χρέος αναλογικά προς το ΑΕΠ θα συνέχιζε να μειώνεται, κάτι που συνιστά καθοριστικής σημασίας κριτήριο για τους οικονομολόγους προκειμένου να αποφανθούν αν μία χώρα μπορεί να ανταπεξέλθει στο χρέος της ή όχι.
Σημειώνεται ότι με ποσοστό 63% επί του ΑΕΠ, η Γερμανία έχει το χαμηλότερο -με διαφορά- χρέος μεταξύ όλων των μεγάλων βιομηχανικών κρατών.
Βεβαίως η μεταρρύθμιση του φρένου του χρέους από μόνη της δεν επαρκεί για το ΔΝΤ, που θεωρεί ότι προκειμένου να αντληθούν περισσότεροι πόροι για τις απαραίτητες επενδύσεις, μπορούν να εξεταστούν επίσης περικοπές και αυξήσεις φόρων, και προτείνει, για παράδειγμα, μείωση των επιδοτήσεων που αποβαίνουν επιζήμιες για το κλίμα, σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής, καθώς και αύξηση της φορολογίας στην ακίνητη περιουσία και τα καταναλωτικά αγαθά.