Την ανησυχία της ότι πέντε χρόνια μετά την εφαρμογή του ΓεΣΥ, ΟΚΥπΥ και Υπουργείο Υγείας δεν έχουν προχωρήσει στα αναγκαία βήματα αναβάθμισης των δημόσιων νοσηλευτηρίων ενώ συνεχίζουν και χρονίζουν τα ζητήματα στελέχωσης σε όλες τις βαθμίδες του ανθρώπινου δυναμικού και ρύθμισης των όρων απασχόλησης του προσωπικού του ΟΚΥπΥ, εκφράζει η ΠΕΟ.
Σε ανακοίνωσή της με την ευκαιρία των πέντε χρόνων από την εφαρμογή του ΓεΣΥ, η ΠΕΟ αναφέρει ότι «σταθερή και διαχρονική μας θέση και πεποίθηση, ότι η διασφάλιση του χαρακτήρα του ΓεΣΥ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ισχυρού δικτύου δημόσιων νοσηλευτηρίων».
«Όπως πολλές φορές είπαμε, ραχοκοκκαλιά του ΓεΣΥ πρέπει να είναι ο δημόσιος τομέας αφού με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ο υγιής ανταγωνισμός σε συνάρτηση με την ύπαρξη ψηλής ποιότητας υγείας ιατρικών πρωτοκόλλων και προτύπων», προσθέτει.
Σύμφωνα με την ΠΕΟ «στα πέντε αυτά χρόνια έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη γιατί αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές κατακτήσεις του τόπου αφού με το ΓεΣΥ ο κάθε πολίτης έχει πλήρη πρόσβαση σε ποιοτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανεξάρτητα από το εισόδημα του».
«Η ΠΕΟ αγωνίστηκε για την εφαρμογή του ΓεΣΥ και έδωσε μαζί με άλλες συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις αγώνες για να επιτευχθεί η εισαγωγή του στη βάση της φιλοσοφίας για ένα μονοασφαλιστικό, ισότιμο, κοινωνικά αλληλέγγυο, καθολικά προσβάσιμο, δίκαιο σύστημα υγείας», σημειώνει.
Η ΠΕΟ, αναφέρει, «μέσα από τη συμμετοχή της στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, όπως ορίζεται από τη Νομοθεσία, αγωνίζεται από τη μια για να διαφυλαχτεί ο χαρακτήρας και η φιλοσοφία του και από την άλλη να βελτιώνεται το σύστημα προς όφελος αυτών που έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες υγείας».
Αναφέρεται ακόμα στην ανάγκη για ένταξη καινούριων υπηρεσιών υγείας στο σύστημα σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην ιατρική, τις νέες θεραπείες και τα νέα καινοτόμα φάρμακα, στην άμεση επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος της κάλυψης των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων για ευάλωτες κατηγορίες δικαιούχων όπως οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι λήπτες κοινωνικών επιδομάτων και στην ένταξη περισσότερων εξειδικευμένων υπηρεσιών όπως των κέντρων αποκατάστασης.
Αναφορά κάνει επίσης στην ένταξη στο σύστημα της μακροχρόνιας φροντίδας, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους και στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των καταχρήσεων, κυρίως από παρόχους.
«Σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται να γίνονται συνεχώς εκστρατείες επιμόρφωσης και ενημέρωσης τόσο των γιατρών αλλά κυρίως των δικαιούχων του συστήματος. Επιπρόσθετα χρειάζεται να γίνονται πιο αυστηροί έλεγχοι και πιο αποτελεσματική εποπτεία για περιορισμό των καταχρήσεων», προσθέτει.
«Με ανησυχία διαπιστώνουμε ότι η αδράνεια του Υπουργείου Υγείας στο καθορισμό πρότυπων και ποιοτικών κριτηρίων για όλους τους παρόχους υγείας (νοσηλευτήρια, κλινικές, εργαστήρια, διαγνωστικά κέντρα κλπ) θέτει σε κίνδυνο την ποιότητα των υπηρεσιών. Κρίσιμο ζήτημα είναι και η απουσία από το Υπουργείο Υγείας ολοκληρωμένου συνολικού σχεδιασμού για τις ανάγκες σε υποδομές και υπηρεσίες υγείας (capacity planning)», συνεχίζει η συντεχνία.
Το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης αύξησης των παρόχων υγείας χωρίς να τίθενται κριτήρια και να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες, είναι επικίνδυνο για την ποιότητα και την βιωσιμότητα του ΓεΣΥ ενώ είναι ορατός και ο κίνδυνος δημιουργίας ολιγοπωλίων στον τομέα της υγείας, αναφέρει τέλος η ΠΕΟ.