Η Κύπρος έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας του Ευρωπαίου πολίτη, δήλωσε η Πρόεδρος της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, σε προσφώνησή της στην ειδική συνεδρία της Ολομέλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων, την Παρασκευή, για τα 20χρονα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.
Τόνισε, παράλληλα, ότι η Κύπρος φιλοδοξεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ενεργειακή απεξάρτηση της Ένωσης και να καταστεί ένας ενεργειακός κόμβος ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Η ειδική συνεδρία πραγματοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στην παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, Υπουργών, ξένων Πρέσβεων, της Ευρωπαίας Επιτρόπου για την Υγεία και την Ασφάλεια Τροφίμων, Στέλλας Κυριακίδου, πρώην Βουλευτών και αξιωματούχων, Ευρωβουλευτών, Προέδρων και Αντιπροέδρων κοινοβουλίων ευρωπαϊκών χωρών, πολιτειακών και πολιτικών αξιωματούχων, της ηγεσίας της Αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς, καθώςκαι ανεξάρτητων αξιωματούχων.
Στην προσφώνησή της, η Πρόεδρος της Βουλής υπογράμμισε ότι η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια έχει προσφέρει ανεκτίμητες ευκαιρίες, συμβάλλοντας καθοριστικά στην προώθηση θετικών αλλαγών, από την οικονομική ανάπτυξη μέχρι την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, και από την περιβαλλοντική βιωσιμότητα μέχρι τις πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και την ενίσχυση όλων των πτυχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σημείωσε ότι η επέτειος της ένταξης της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η οποία συνοδεύεται από την εξαιρετικά τιμητική παρουσία στη σημερινή συνεδρία των υψηλών προσκεκλημένων μας σηματοδοτεί τη συμπλήρωση δύο δεκαετιών από τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μία πρωτοφανή και καθοριστική στιγμή για το μέλλον δέκα κρατών της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης που εκπλήρωσε τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας γενιάς εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
Όπως είπε, το οικοδόμημα που αποκαλούμε Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της σύγχρονης δημοκρατικής ιστορίας της Ευρώπης.
«Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε με υπερηφάνεια στο πιο επιτυχημένο ειρηνευτικό εγχείρημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, το οποίο προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει πολιτική σταθερότητα, οικονομική ευημερία και κοινωνική πρόοδο σε μια ήπειρο βαθιά σημαδεμένη από αιματηρές συγκρούσεις και πολέμους», τόνισε.
Στην πορεία του χρόνου, συνέχισε η κ. Δημητρίου, η ΕΕ κατέστη μία από τις ισχυρότερες οικονομίες και ως μια πολιτική ένωση κρατών ανέπτυξε, παράλληλα με τις άλλες πολιτικές της, ένα πρωτοποριακό κοινωνικό σύστημα, αποτελώντας ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο παροχέα ανθρωπιστικής βοήθειας παγκοσμίως.
«Είναι για αυτούς τους λόγους που η Κυπριακή Δημοκρατία επιδίωξε σθεναρά την ένταξή της στην ΕΕ, επιπροσθέτως της προσπάθειας ενίσχυσης της θέσης της, στο πλαίσιο των προσπαθειών επίλυσης του κυπριακού προβλήματος», σημείωσε.
Η Πρόεδρος της Βουλής είπε, παράλληλα, «ότι δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι ο εορτασμός της 20ής επετείου της ένταξής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια επισκιάζεται από μία άλλη ζοφερή για την Κύπρο αλλά και για την Ευρώπη επέτειο: αυτήν της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την παράνομη τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εδάφους της ΕΕ».
Επεσήμανε ότι η τουρκική εισβολή εξακολουθεί να αποτελεί «μία χαίνουσα πληγή στην ιστορία της πατρίδας μας, προβάλλοντας τη διαχρονική ανάγκη περιφρούρησης της ασφάλειας της χώρας μας και αποκατάστασης των δικαιωμάτων του συνόλου των πολιτών της, διότι στη συνείδηση όλων των Κυπρίων πολιτών, η συμμετοχή στην ΕΕ αντιπροσωπεύει τον διακαή πόθο για ειρήνη, ασφάλεια και πρόοδο, στο πλαίσιο μίας ένωσης κρατών που έχει ως πυξίδα τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες».
Γι’ αυτό άλλωστε, ανέφερε, και η στρατηγική επιλογή της ένταξής μας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποτέλεσε αντικείμενο συλλογικής πολιτικής στήριξης και προσπάθειας, ανεξαρτήτως των όποιων ιδεολογικών διαφορών.
Είπε, παράλληλα, ότι ιστορικά, η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας για ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται από την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης το 1972 αποτέλεσε μια δύσκολη και επίπονη διαδρομή, η υπόμνηση της οποίας δεν μπορεί να αφήσει εκτός τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, Υφυπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, ο οποίος με την εμπνευσμένη πολιτική και το ευρωπαϊκό όραμά του είχε πρώτος συλλάβει την ιδέα της προσχώρησης της Κύπρου στην Ένωση ως πλήρους μέλους, ιδέα την οποία στήριξε χωρίς δισταγμό ο τότε Υπουργός αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις αείμνηστος Θεόδωρος Πάγκαλος.
Σημείωσε ότι η ιδέα αυτή είχε κριθεί ότι θα αποτελούσε αποφασιστικό παράγοντα κατοχύρωσης της ασφάλειας της Κύπρου και καταλύτη για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
«Προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε επίσης η συμβολή του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος, στο πλαίσιο της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, πέτυχε τη διασφάλιση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, ανεξαρτήτως της πορείας επίλυσης του εθνικού μας θέματος», συμπλήρωσε.
Ύστερα από την υποβολή της αίτησης ένταξης το 1990, συνέχισε η κ. Δημητρίου, «και τη θετική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επιλεξιμότητα (eligibility) της Κύπρου το 1993 αρχίζουν το 1998 επί προεδρίας του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, με επικεφαλής τον διαπραγματευτή και διατελέσαντα Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου, στους οποίους ως χώρα οφείλουμε σεβασμό και τιμή για την καθοριστική τους συμβολή στην επιτυχή κατάληξη της όλης προσπάθειας, μίας τιτάνιας προσπάθειας που καταβλήθηκε από όλους τους κρατικούς θεσμούς για έγκαιρη ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και ενσωμάτωση στην κυπριακή νομοθεσία ενός τεράστιου όγκου ευρωπαϊκής νομοθεσίας, προτύπων και απαιτήσεων του ευρωπαϊκού κεκτημένου, μέσω ταχύρρυθμων διαδικασιών και εντός εξαιρετικά πιεστικών χρονοδιαγραμμάτων».
Αξίζει να σημειωθεί, είπε η Πρόεδρος της Βουλής, ότι, κατά την προενταξιακή φάση, η Βουλή των Αντιπροσώπων, με την εξέταση και έγκριση πέραν των 1000 εναρμονιστικών νομοθετημάτων, στο πλαίσιο ειδικά καθορισθείσας ταχύρρυθμης διαδικασίας, αποτέλεσε τον βασικό άξονα υλοποίησης του εθνικού στόχου για ένταξη στην ΕΕ.
«Την επιτυχή κατάληξη της όλης προσπάθειας επισφράγισε η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στην Αθήνα το 2003 από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο. Έτσι, την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε επίσημα στην Ένωση μαζί με άλλες εννέα (9) τότε υποψήφιες χώρες – την Τσεχία, την Εσθονία, την Ουγγαρία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία», πρόσθεσε.
Σημείωσε, παράλληλα, ότι από την πορεία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ απουσιάζουν δυστυχώς, «λόγω της τουρκικής εισβολής και διαίρεσης της πατρίδας μας οι Τουρκοκύπριοι συμπολίτες μας, παρά το γεγονός ότι η τότε ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας είχε κληθεί να συμμετάσχει από κοινού με τους Ελληνοκυπρίους στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, κάλεσμα που δυστυχώς απορρίφθηκε».
Υπενθύμισε στο σημείο αυτό, ότι η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ με το σύνολο της επικράτειάς της, με αναστολή όμως της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στις κατεχόμενες από τον τουρκικό στρατό περιοχές.
«Η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου και των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, εξακολουθεί να αποτελεί για όλους μας αμετάθετο στόχο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου όλοι οι πολίτες της Κύπρου – Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι – να απολαμβάνουν τα οφέλη που απορρέουν από την ένταξη στην ΕΕ σε συνθήκες ελευθερίας και ειρήνης, ένας στόχος που προσκρούει στην αδιαλλαξία και στις απαράδεκτες θέσεις της τουρκικής πλευράς για λύση δύο κρατών, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και εκτός των συμφωνημένων παραμέτρων των Ηνωμένων Εθνών», συμπλήρωσε.
Επιπρόσθετα, η Πρόεδρος της Βουλής είπε ότι δύο δεκαετίες αργότερα, «είμαστε σε θέση να υπερηφανευόμαστε ότι η Κύπρος έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας του Ευρωπαίου πολίτη».
«Η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια έχει προσφέρει ανεκτίμητες ευκαιρίες, συμβάλλοντας καθοριστικά στην προώθηση θετικών αλλαγών, από την οικονομική ανάπτυξη μέχρι την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και από την περιβαλλοντική βιωσιμότητα μέχρι τις πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και την ενίσχυση όλων των πτυχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι η πρόσβαση της Κύπρου στην ενιαία αγορά υπήρξε, περαιτέρω, καταλύτης στην ενίσχυση του εμπορίου και των επενδύσεων, ενώ η οικονομική χρηματοδότηση μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα έχει τροφοδοτήσει την ανάπτυξη των υποδομών και την καινοτομία.
«Τα εκτεταμένα οφέλη από την ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ καθίστανται έτσι ορατά και απτά, αγγίζοντας τη ζωή κάθε Κύπριου πολίτη. Ασφαλώς, η ΕΕ του 2024 δεν ταυτίζεται με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες του 1958. Κάθε διεύρυνση και κάθε τροποποίηση των Συνθηκών συνεισέφερε καταλυτικά στη δημιουργία ενός ζωντανού χώρου συνάντησης πολιτισμών, συγκερασμού ιδεών και πολιτικού συμβιβασμού, έτσι που η Ένωση να λειτουργεί ως πυρήνας προώθησης δημοκρατίας και προόδου εδραζόμενη στην κοινή δέσμευση για ενότητα και αλληλεγγύη μέσα από κοινές αξίες», συμπλήρωσε.
Η Πρόεδρος της Βουλής είπε, επίσης, ότι σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, «ως ΕΕ κληθήκαμε και καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε συλλογικά μία σειρά από αλλεπάλληλες και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις, όπως η βαθιά κρίση της Ευρωζώνης, η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η πανδημία COVID-19, καθώς επίσης και άλλες πιο πρόσφατες κρίσεις όπως η μεταναστευτική, η εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος στη Γάζα με τις συνακόλουθες δυσμενείς οικονομικές, ενεργειακές και κοινωνικές επιπτώσεις».
«Η ΕΕ, εντούτοις, κατάφερε και καταφέρνει να επιβιώνει και να ενισχύει την ολοκλήρωση και τη συνοχή της, μέσα από την προσπάθεια εξεύρεσης συλλογικά λύσεων ενάντια στις σειρήνες του ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού. Αν είναι λοιπόν κάτι το οποίο αποτελεί πραγματικό κεκτημένο της Ένωσης είναι η ικανότητά της να προσαρμόζεται στις επιταγές των καιρών, αποδεικνύοντας την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού οράματος στο οποίο εδράζεται», πρόσθεσε.
Ανέφερε, ακόμη, ότι με την ίδια επιμονή και αποφασιστικότητα, «η ΕΕ καλείται να συνεχίσει να αντιμετωπίζει επιτυχώς και τις τρέχουσες προκλήσεις. Προϋπόθεση, ωστόσο, είναι η διατήρηση – και στο εσωτερικό της Ένωσης – μίας ανταγωνιστικής οικονομίας, η οποία να χρησιμοποιεί αποδοτικά τους πόρους της προς την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, με επίκεντρο τη νέα γενιά και τις δεξιότητες που απαιτούνται μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό».
«Ωστόσο, η αντιμετώπιση καθημερινών προκλήσεων, όπως η διασφάλιση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης και αξιοπρεπούς απασχόλησης, αναβάθμισης της υγείας και καταπολέμησης της παραπληροφόρησης προϋποθέτουν την εκπόνηση συνεκτικών και φιλόδοξων πολιτικών που να βασίζονται στην ενίσχυση της δημοκρατίας και στην πιο ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων -ειδικά των γυναικών και των νέων ανθρώπων», σημείωσε.
Εξίσου σημαντική προϋπόθεση, είπε η κ. Δημητρίου, για την υλοποίηση των μακροπρόθεσμων στόχων της ΕΕ αποτελεί η ενίσχυση του γεωπολιτικού της ρόλου.
«Στο πλαίσιο αυτό, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι αναγκαία η διασφάλιση της αυτονομίας της Ένωσης και η απεξάρτησή της από εξωτερικούς και αστάθμητους παράγοντες. Η επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας δεν πρέπει να παραμείνει ένα θεωρητικό σχήμα, αλλά να μετουσιωθεί σε πρακτικές πρωτοβουλίες, με τη δημιουργία πρωτίστως μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας ικανής να συμβάλλει καθοριστικά στην αποτροπή γεωπολιτικών συγκρούσεων», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι τα γεγονότα που εκτυλίσσονται σήμερα στη Μέση Ανατολή, μια περιοχή που βρίσκεται στη γειτονιά της Ευρώπης δεν αφήνουν περιθώρια αδράνειας.
«Καθίσταται λοιπόν επιτακτική η ανάληψη ηγετικού ρόλου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι μόνο λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της με τη Μέση Ανατολή, αλλά και επειδή οι εξελίξεις, πέραν τού άμεσου ανθρωπιστικού αντικτύπου τους τείνουν να πυροδοτήσουν μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση. Οι τρέχουσες περιφερειακές συρράξεις έχουν οδηγήσει στην επιδείνωση μίας ήδη προϋπάρχουσας κρίσης για την οποία έγινε ήδη λόγος: τη μεταναστευτική, η οποία έχει πλέον καταστεί μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις για την ΕΕ και η οποία δικαίως απασχολεί και την Κύπρο, ως χώρα πρώτης γραμμής», συμπλήρωσε.
Η Πρόεδρος της Βουλής είπε, επίσης, ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση της πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη δημιουργία ενός πλαισίου, το οποίο θα προστατεύει τόσο τους μετανάστες όσο και τα κράτη μέλη. «Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, η Ένωση πρέπει να προχωρήσει αποφασιστικά σε αποτελεσματικότερη διαχείριση του προβλήματος μέσα από συγκεκριμένες δράσεις που περιλαμβάνουν τις χώρες προέλευσης και διακίνησης των παράτυπων μεταναστών. Είναι στις περιπτώσεις αυτές που η έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά και της ανάδειξης της Ένωσης ως ηγετικής δύναμης στον κόσμο πρέπει να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο», πρόσθεσε.
Όπως ανέφερε η κ. Δημητρίου, μία ανάσα πριν από τις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου, «επιβεβαιώνουμε τη σθεναρή δέσμευσή μας στις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας που ενώνουν τα κράτη μέλη στην προάσπιση της συνοχής της ΕΕ με συντονισμένη δράση που να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες και τις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών».
«Δεν θα υπήρχε εξάλλου καλύτερη αφορμή για να τιμήσουμε τα 20 χρόνια από την τελευταία μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ, από την προτροπή των πολιτών να συμμετάσχουν αθρόα στην επικείμενη ευρωπαϊκή εκλογική διαδικασία, διαμορφώνοντας το μέλλον της Ευρώπης και ενισχύοντας την αίσθηση της κοινής μας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Καθώς χαράσσουμε συλλογικά την κοινή μας πορεία για το μέλλον, η Κυπριακή Δημοκρατία δηλώνει παρούσα και έτοιμη να συμβάλει εποικοδομητικά στη συνεχιζόμενη εμβάθυνση και ευημερία της Ένωσης», συμπλήρωσε.
Ως ένα μικρό μεν, ανθεκτικό δε, και παράλληλα υπεύθυνο κράτος δικαίου, συνέχισε η Πρόεδρος της Βουλής, «έχουμε τη δυνατότητα να διαδραματίσουμε τον δικό μας σημαντικό ρόλο, σε συνεργασία με τους εταίρους μας για τη διαμόρφωση της μοίρας της ηπείρου μας για τις επόμενες γενιές».
Πέραν αυτού, η Κύπρος φιλοδοξεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ενεργειακή απεξάρτηση της Ένωσης και να καταστεί ένας ενεργειακός κόμβος ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Μέσα από τις άριστες σχέσεις της χώρας με τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου που διαθέτουν αποθέματα υδρογονανθράκων, μπορεί αναμφίβολα να οικοδομηθούν συνθήκες διαρκούς ασφάλειας και ευημερίας. Ως κράτος μέλος που πρωτοστατεί στον τομέα των σχέσεων της Ένωσης με τις χώρες της περιοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία, με τη δημιουργία του ανθρωπιστικού διαδρόμου «Αμάλθεια» προς τη Γάζα κατέδειξε τον κομβικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει προς την κατεύθυνση της προώθησης της ειρήνης, της ευημερίας και της σταθερότητας, συμπλήρωσε.
Προς την ίδια κατεύθυνση, είπε η κ. Δημητρίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διπλωματίας έχει περίτρανα αποδείξει ότι δεν φείδεται προσπαθειών, αλλά αντίθετα δραστηριοποιείται ακούραστα, με σκοπό την ενίσχυση και την εδραίωση του ρόλου που διαδραματίζει η ευρωπαϊκή Κύπρος μας στο διεθνές και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
«Η συμπλήρωση 20 ετών από την ένταξη της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν αποτελεί παρά την ανανέωση της δέσμευσής μας έναντι των εταίρων μας, αλλά κυρίως έναντι όλων των ευρωπαίων πολιτών για ένα καλύτερο μέλλον βασιζόμενο στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, όπως αυτά πρωτοεκφράστηκαν με την ιστορική διακήρυξη Σουμάν το 1950. Η ΕΕ δεν αποτελεί απλά μια γεωγραφική περιοχή, μια πολιτική ένωση, ένα σύμβολο ή μία ιδέα”, ανέφερε.
“Η ΕΕ ενσωματώνει, πρωτίστως, τις προσδοκίες εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι προσβλέπουν στην επίτευξη ενός κοινού στόχου, αυτού της ειρήνης, της ευημερίας και της έμπρακτα μεταξύ των κρατών μελών, επίδειξης αλληλεγγύης, διασφαλίζοντας αρχές, αξίες και ιδανικά και προτάσσοντας δημοκρατικές, εφικτές πολιτικές αντιμετώπισης που να επισφραγίζουν τη συνέχιση αυτού του σπουδαίου ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο μέλλον», κατέληξε.