Οι σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις των διαφορετικών εκδοχών του Covid – η σύντομη και η μακρά – είναι παραδόξως παράλληλες με τις πολιτικές συνέπειές του. Εν ολίγοις, τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, όλοι πάσχουμε τώρα από πολιτικό… long Covid.
Το πρώτο δράμα έχει τελειώσει. Μια σειρά από παρατεταμένες δυστυχίες το αντικατέστησε. Όπως και με τον long Covid, διαφορετικές χώρες υποφέρουν με διαφορετικούς τρόπους, παγιδευμένες στις δικές τους προσωπικές δυστυχίες. Το σοκ του καινούργιου έχει περάσει, για να αντικατασταθεί από μια διαρκή αίσθηση κόπωσης.
Όταν χτύπησε η πανδημία, οι επιπτώσεις της στην πολιτική έγιναν έντονα αισθητές και ήταν δύσκολο να προβλεφθούν. Κατά κάποιο τρόπο, έμοιαζε με την απόλυτη δοκιμασία άγχους. Διαφορετικά πολιτικά συστήματα – και ηγέτες – εκτέθηκαν με διαφορετικούς τρόπους. Εκείνα με μακροχρόνιες ευπάθειες έμοιαζαν προορισμένα να αποτύχουν.
Μήπως η πανδημία ήταν αυτό που χρειαζόμασταν;
Ταυτόχρονα, η έλευση του Covid φάνηκε να ανοίγει την προοπτική νέων ειδών πολιτικής αλληλεγγύης. Ήμασταν μαζί σε όλο αυτό. Ο παγκόσμιος αντίκτυπος του Covid ήταν μια υπενθύμιση του τι είναι αυτό που έχουμε όλοι κοινό. Η συνειδητοποίηση ότι είμαστε όλοι, ανεξαιρέτως, ευάλωτοι θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια ανανεωμένη αίσθηση σκοπού στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης ανάγκης για το κλίμα.
Ίσως μια πανδημία ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν, για να θυμηθούμε τι διακυβεύεται και για να υπενθυμίσουμε σε κάποιους από εμάς πόσο τυχεροί είμαστε, σημειώνει χαρακτηριστικά ο βρετανικός The Guardian σε ανάλυσή του.
Τέσσερα χρόνια μετά, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Η άμεση εμπειρία της πανδημίας μοιάζει όλο και πιο μακρινή, παρόλο που οι δημόσιες έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη, προσπαθώντας να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβη και ποιος έφταιγε για ό,τι πήγε στραβά. Εν μέρει, ο λόγος για την απομάκρυνση είναι ότι πολλά από αυτά που κάποτε έμοιαζαν με αποφάσεις υψηλού κινδύνου έχουν βγει πια στο φως: πολλά αποτελέσματα ήταν παρόμοια, ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές που έγιναν.
Ταυτόχρονα, οι πιο ολέθριες αλλά πιο δύσκολα αναγνωρίσιμες πολιτικές συνέπειες του Covid είναι παντού γύρω μας. Η αμεσότητα της απειλής έχει παρέλθει, αλλά τα παρατεταμένα σημάδια της βλάβης που προκάλεσε στο πολιτικό σώμα είναι παντού.
Έδωσε σε ό,τι μας ταλαιπωρεί επιπλέον δόντια για να μας… «δαγκώσει»
Η πανδημία και οι συνέπειές της – λουκέτα, οικονομική αναστάτωση, πληθωρισμός, αυξανόμενη απογοήτευση από τις πολιτικές ελίτ – ανακάλυψαν προϋπάρχουσες αδυναμίες της πολιτικής μας και τις επιδείνωσαν. Έδωσε σε ό,τι μας ταλαιπωρεί επιπλέον δόντια για να μας… «δαγκώσει».
Οι πρώτες ημέρες του Covid έδωσαν ένα λόγο για να ελπίζουμε ότι η μαζική αναστάτωση που επέφερε θα μπορούσε επίσης να αλλάξει την κατεύθυνση της παγκόσμιας πολιτικής. Αυτή η ελπίδα αποδείχθηκε απατηλή. Στην πρώτη φάση της πανδημίας, φάνηκε ότι εξέθεσε τις λαϊκιστικές μεγαλοστομίες ως αυτό που ήταν – η χλωρίνη, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν κανένα είδος ιικού απολυμαντικού. Ο λαϊκισμός, όμως, παραμένει σε άνοδο σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας τις πολλές δυσαρέσκειες των ετών του «λουκέτου» και όσων προηγήθηκαν.
Ο Χαβιέρ Μίλεϊ μπορεί να μην ήταν πρόεδρος της Αργεντινής χωρίς τον πληθωρισμό που τροφοδοτεί ο Covid. Ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να κάνει την επιστροφή του χωρίς αυτόν
Ομοίως, ο Covid δεν ξεκίνησε κανένα μεγάλο πόλεμο – το 2020 και το 2021 ήταν δύο από τα πιο ειρηνικά έτη που έχουν καταγραφεί. Όμως, ο κόσμος μετά τον Covid είναι πλέον τόσο επικίνδυνος στρατιωτικά, όσο ποτέ άλλοτε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Επιπλέον, ο Covid δεν επιδείνωσε την κλιματική κατάρρευση: για ένα μικρό χρονικό διάστημα, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκαν καθώς οι οικονομίες έκλεισαν. Αλλά ο κόσμος εξακολουθεί να θερμαίνεται και η ελπίδα ότι η αντιμετώπιση του ιού θα αποτελούσε πρότυπο για πιο επείγουσα δράση για το κλίμα αποδεικνύεται ότι ήταν ένα όνειρο απατηλό.
Ο πολιτικός long Covid είναι ο μεγάλος αποσταθεροποιητής
Η πανδημία εισχώρησε στα αδύναμα σημεία της πολιτικής μας ζωής, όπως ακριβώς ο long Covid βρίσκει αδυναμίες στο ανθρώπινο σώμα. Δεν μας κινητοποιεί πλέον, ούτε είναι ικανή να μας καταστρέψει. Αντιθέτως, τα συμπτώματά της είναι ακανόνιστα και δυσνόητα, εμφανίζονται σε αναπάντεχα και φαινομενικά άσχετα μέρη. Ο πολιτικός long Covid δεν είναι ούτε ο μεγάλος διαιρετικός ούτε ο μεγάλος εξισορροπητικός παράγοντας. Είναι ο μεγάλος αποσταθεροποιητής.
Κατά τη διάρκεια του 2020, όταν η πανδημία ανάγκασε τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να αυτοσχεδιάσουν τις αντιδράσεις τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα, φάνηκε ότι θα αποκάλυπτε κάποιες βασικές αλήθειες σχετικά με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες των διαφόρων πολιτικών συστημάτων.
Η μεγαλύτερη και πιο άμεση αντίθεση ήταν μεταξύ της αυταρχικής Κίνας και της «δημοκρατικής Δύσης». Η αδίστακτη συμπεριφορά και η αποφασιστικότητα – που το κινεζικό πολιτικό σύστημα φάνηκε να διαθέτει σε αφθονία – ήταν η ημερήσια διάταξη. Οι δημοκρατίες αγωνίζονταν να ακολουθήσουν.
Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, αφότου η Ιταλία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που καταπιάστηκε με το ζήτημα του πώς θα κρατήσει τον πληθυσμό της από το να μολύνει ο ένας τον άλλον, οι Κινέζοι έστειλαν μια ομάδα αξιωματούχων υγείας για να βοηθήσουν με συμβουλές. Οι Ιταλοί ανησυχούσαν από το γεγονός ότι, παρά τη θέσπιση δρακόντειων μέτρων αποκλεισμού, ο ιός εξακολουθούσε να εξαπλώνεται.
Οι Κινέζοι εξήγησαν το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για λουκέτα όπως τα αντιλαμβάνονταν. Οι άνθρωποι μπορούσαν ακόμη να βγαίνουν από τα σπίτια τους για έκτακτες ανάγκες, ενώ η τιμωρία ήταν σχετικά ελαφριά. Εν τω μεταξύ, στη Γιουχάν, το κέντρο της επιδημίας του Covid, ένοπλοι φρουροί στέκονταν έξω από πολυκατοικίες, η απαγόρευση κυκλοφορίας επιβαλλόταν βάναυσα και όσοι είχαν τον ιό μπορούσαν να οχυρωθούν μέσα στα σπίτια τους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο αριθμός των νεκρών στην Ιταλία ήταν υπερδιπλάσιος από εκείνον της Κίνας.
Έμεινε η μυρωδιά της διαφθοράς και η δυσωδία της υποκρισίας
Η μεγαλύτερη αντίθεση με την Κίνα ήταν οι ΗΠΑ, όπου το ομοσπονδιακό σύστημα λήψης εκτελεστικών αποφάσεων, η διαδεδομένη καχυποψία απέναντι στις κυβερνητικές εντολές και ο «ανίκανος πρόεδρος Τραμπ» σήμαιναν ότι ο Covid σκότωσε πολύ περισσότερους ανθρώπους από οπουδήποτε αλλού. Αν οι ΗΠΑ ήταν η ναυαρχίδα της δημοκρατίας, τότε φαινόταν πως η δημοκρατία είχε αποτύχει.
Ωστόσο, έγινε γρήγορα σαφές ότι η παγκόσμια εικόνα ήταν πιο περίπλοκη από ό,τι θα μπορούσε να υποδηλώσει οποιοδήποτε βιαστικά συναρμολογημένο πολιτικό παραμύθι ηθικής. Η Νέα Ζηλανδία – δημοκρατική, φιλελεύθερη και με έναν ισχυρά ανεξάρτητο πληθυσμό – κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον ιό σχεδόν εντελώς μακριά. Η χώρα είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν ένα νησιωτικό κράτος που μπορούσε να κλείσει τα σύνορά της. Αλλά και η Βρετανία είναι νησί, και αυτό δεν έκανε καμία διαφορά στην ικανότητα – ή την αδυναμία – της κυβέρνησης Τζόνσον να δράσει.
Το Βιετνάμ, το οποίο δεν είναι νησί, τα πήγε σχεδόν εξίσου καλά με τη Νέα Ζηλανδία. Η Ρωσία τα πήγε σχεδόν εξίσου άσχημα με τις ΗΠΑ. Μερικοί από τους χειρότερους απολογισμούς θανάτων σημειώθηκαν στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουλγαρία και η Σερβία, οι οποίες είχαν μια μικτή κληρονομιά αυταρχισμού και δημοκρατίας. Ο διαχωρισμός του κόσμου με βάση τους τύπους καθεστώτων απέδειξε λίγα πράγματα.
Τέσσερα χρόνια μετά, είναι επίσης σαφές ότι πολλές από τις μόνιμες πολιτικές συνέπειες του ιού έχουν ελάχιστη σχέση με τις σχετικές επιδόσεις των επιμέρους κυβερνήσεων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα μακροχρόνια κατεστημένα κόμματα βόρεια και νότια των συνόρων υφίστανται σοβαρές επιπτώσεις του Covid, παρά την υιοθέτηση αντίθετων προσεγγίσεων για την πανδημία.
Ο Covid αποκάλυψε ένα ήδη κουρασμένο καθεστώς
Οι Συντηρητικοί στο Ουέστμινστερ ήταν απρόθυμοι «κλειδαμπαρωτές» – κάτι που πλήρωσε ακριβά ο Μπόρις Τζόνσον – ενώ το SNP στο Εδιμβούργο πολύ πιο ενθουσιώδεις. Αυτό δεν είχε μεγάλες πιθανότητες για τα τελικά αποτελέσματα: τα συνολικά ποσοστά θνησιμότητας ήταν σχετικά σταθερά για το Ηνωμένο Βασίλειο στο σύνολό του και οι διαφοροποιήσεις είχαν να κάνουν περισσότερο με τα υποκείμενα προφίλ του πληθυσμού στα διάφορα μέρη της χώρας, παρά με τις πολιτικές προτιμήσεις των εκλεγμένων πολιτικών.
Αυτό που μένει είναι κάτι πιο οικείο: η μυρωδιά της διαφθοράς και η δυσωδία της υποκρισίας. Παρόλο που ο Ρίσι Σουνάκ, ως υπουργός Οικονομικών, ήταν υπεύθυνος για ένα από τα πιο «ελαφρόμυαλα» σχέδια του 2020, το «φάτε έξω για να βοηθήσετε» – το οποίο έδινε εκπτώσεις στους θαμώνες για να επιστρέψουν στις παμπ και τα εστιατόρια, σε μια εποχή που ο ιός ήταν ακόμη διαδεδομένος στον πληθυσμό και έτοιμος να ξανακυλήσει – δεν είναι αυτός ο λόγος που βρίσκεται σε τόσο βαθιά πολιτικά προβλήματα.
Η πολιτική παντού – σε οποιαδήποτε μορφή – έχει το τίμημά της για εκείνους που την ασκούν. Τα σημάδια συσσωρεύονται, ιδίως για τις μακροχρόνιες διοικήσεις. Ο Covid, αρχικά, φάνηκε να είναι κάτι άλλο: μια πρωτοφανής κυβερνητική πρόκληση, που απαιτούσε ένα νέο είδος δεξιοτήτων. Αλλά στο τέλος, βρήκε ένα τρόπο για να εκθέσει την κόπωση του καθεστώτος που είχε επέλθει ανεξάρτητα από τον ιό.
Γιατί δεν ήρθε η αλληλεγγύη που περιμέναμε;
Τι απέγινε το αίσθημα αλληλεγγύης που φαινόταν να έχει δημιουργήσει η άφιξη του Covid; Τις πρώτες ημέρες της πανδημίας, πολλές κυβερνήσεις ανησυχούσαν ότι οι άνθρωποι θα κουράζονταν σύντομα από τους περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησής τους. Ορισμένα μοντέλα συμπεριφοράς είχαν δείξει ότι η εκτεταμένη ανυπακοή θα γινόταν ο κανόνας μετά από μερικές εβδομάδες. Τα μοντέλα αυτά αποδείχθηκαν λανθασμένα. Οι περισσότεροι πολίτες σε όλο τον κόσμο έκαναν ό,τι τους έλεγαν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αναμενόταν.
Αυτό δημιούργησε την ελπίδα ότι η συντονισμένη δράση σε αντίστοιχη κλίμακα θα ήταν δυνατή και σε άλλους τομείς. Αν, μπροστά σε μια σοβαρή απειλή, το κοινό ήταν πρόθυμο να δράσει προς το κοινό συμφέρον, ακόμη και αν αυτό σήμαινε σημαντικές προσωπικές θυσίες, τότε ίσως και άλλα προβλήματα συλλογικής δράσης – από τη μαζική μετανάστευση μέχρι την κλιματική κρίση – να επιδέχονταν ένα παρόμοιο πνεύμα συνεργασίας.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη δυστυχώς. Στα πιο αμφιλεγόμενα πολιτικά ζητήματα, παραμένουμε τόσο μακριά όσο ποτέ άλλοτε. Οι περιβαλλοντικές πολιτικές εξακολουθούν να προκαλούν βαθιές διαιρέσεις και να υποδαυλίζουν την οργή σε μεγάλο βαθμό. Το αντιμεταναστευτικό συναίσθημα, μεταξύ άλλων και ανάμεσα στους ηλικιωμένους που συμμορφώθηκαν πιο ευλαβικά με τους περιορισμούς του Covid, συνεχίζει να τροφοδοτεί τον λαϊκισμό σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Άνοδος του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς
Ο Γκερτ Βίλντερς κέρδισε τη λαϊκή ψήφο στις περσινές γενικές εκλογές στην Ολλανδία, με μια πλατφόρμα που συνδύαζε την καταγγελία των μεταναστών με τον σκεπτικισμό για το «καθαρό μηδέν». Αλλά σε αντίθεση με ορισμένους άλλους ακροδεξιούς πολιτικούς, ο Βίλντερς δεν είναι σκεπτικιστής του Covid. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους Ολλανδούς πολιτικούς που παραπονέθηκε για την αργή ανάπτυξη του προγράμματος εμβολιασμού στη χώρα του.
Γιατί η αλληλεγγύη του Covid δεν μεταφράζεται σε άλλους τομείς; Εν μέρει, είναι η έλλειψη ανάλογης αίσθησης επείγοντος. Οι στόχοι του «καθαρού μηδεν» υπάρχουν για να αποτρέψουν τις πολυδιαφημισμένες, αλλά και μακρινές απειλές καταστροφής. Στο αποκορύφωμά του, ο Covid απειλούσε να διαλύσει τα συστήματα δημόσιας υγείας μέσα σε λίγες ημέρες.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη διαφορά. Η δημόσια υποστήριξη των κυβερνητικών περιορισμών κατά τη διάρκεια του Covid αφορούσε στον έλεγχο της συλλογικής συμπεριφοράς, όταν αυτή απειλούσε την προσωπική μας ασφάλεια. Ο κίνδυνος ήταν οι άλλοι άνθρωποι: κρατήστε τους μέσα για να μας κρατήσετε ασφαλείς.
Η δράση για το κλίμα είναι πολύ πιο δύσκολο να «πουληθεί», επειδή φαίνεται να αποτελεί παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας για χάρη κάποιου πολύ λιγότερο άμεσου συλλογικού οφέλους. Υπό αυτή την έννοια, η συμμόρφωση με τον Covid έχει περισσότερα κοινά με το αντιμεταναστευτικό συναίσθημα – «κρατήστε τους έξω για να μας κρατήσετε ασφαλείς».
Η αλήθεια είναι ότι η δημόσια συνεργασία κατά τη διάρκεια του Covid δεν αποκάλυψε δυνατότητες των πολιτών τις οποίες δεν γνωρίζαμε. Το κοινό υπάκουσε στις εντολές των δημοκρατικών πολιτικών, επειδή οι πολιτικοί αυτοί έκαναν ήδη ό,τι μπορούσαν για να ανταποκριθούν στις επιλογές του. Ο Covid δεν δημιούργησε την πολιτική αντίδραση που απαιτείται για να αλλάξει ο τρόπος ζωής μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μας έδωσε την πολιτική απάντηση που ζητούσαμε.
Κι όμως, τα… «λεφτόδεντρα» υπήρχαν
Ο τομέας στον οποίο ο Covid έκανε τη μεγαλύτερη άμεση πολιτική διαφορά ήταν τα δημόσια οικονομικά. Οι πολιτικοί ξαφνικά βρήκαν τα χρήματα που χρειάζονταν για να αποτρέψουν την καταστροφή, τα οποία έβρισκαν με κάθε τρόπο. Το μαγικό «δέντρο» του χρήματος (σ.σ. τα γνωστά «λεφτόδεντρα» εν Ελλάδι) αποδείχθηκε ότι τελικά υπήρχε. Σε μια πραγματική κρίση, παρά τα όσα είχαν ειπωθεί για τα ανυπέρβλητα όρια των δημόσιων δαπανών, αποδείχθηκε ότι υπήρχε τόσο η βούληση όσο και ο τρόπος να ξεπεραστούν.
Ως καγκελάριος Οικονομικών το 2020, ο Σούνακ εγκαινίασε ένα πρόγραμμα που εξασφάλιζε επιδοτήσεις 80% σχεδόν σε όλους τους εργαζόμενους: το πλησιέστερο που έχει φτάσει ποτέ η Βρετανία στο να θεσπίσει ένα είδος καθολικού βασικού εισοδήματος.
Ο Covid, αρχικά, φάνηκε ως μια πρωτοφανής κυβερνητική πρόκληση, που απαιτούσε ένα νέο είδος δεξιοτήτων. Αλλά στο τέλος, βρήκε ένα τρόπο για να εκθέσει την κόπωση του καθεστώτος που είχε επέλθει ανεξάρτητα
Στις ΗΠΑ, μια κυλιόμενη σειρά εκτεταμένων πακέτων ανακούφισης και τόνωσης της οικονομίας περιελάμβανε άμεσες πληρωμές σε μετρητά σε όλα τα νοικοκυριά, ελαφρύνσεις για τα ενυπόθηκα δάνεια, φορολογικές διακοπές και γιγαντιαίες επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι παρέμειναν στην εργασία και οι επιχειρήσεις ζωντανές, ενώ το δημόσιο χρέος και στις δύο χώρες εκτοξεύθηκε στα ύψη.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο δαπάνησαν πολλά για να στηρίξουν προγράμματα ανάπτυξης εμβολίων. Η συμβατική πρακτική στη φαρμακοβιομηχανία σήμαινε ότι υπήρχε πάντα ένα πολυετές κενό μεταξύ της εύρεσης μιας νέας θεραπείας και της διάθεσής της στην αγορά. Αλλά και πάλι, οι περιορισμοί αυτοί αποδείχθηκαν περιττοί. Τα αποτελεσματικά εμβόλια έφτασαν μέσα σε ένα χρόνο από το ξέσπασμα της επιδημίας.
Covid όπως… πόλεμος
Ήταν, λοιπόν, αυτό το ιδανικό μοντέλο για ένα εναλλακτικό πολιτικό μέλλον, στο οποίο οι εξαιρετικά επιταχυνόμενες δημόσιες δαπάνες μπορούν να προωθήσουν την καινοτομία, προστατεύοντας παράλληλα τους πολίτες από την αναστάτωση; Θα μπορούσε να είναι το μέσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Στην πραγματικότητα, η αντίδραση στον Covid δεν έμοιαζε τόσο με δοκιμή μιας νέας πολιτικής για το κλίμα, όσο με την αντίδραση σε έναν πόλεμο. Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης τέθηκαν σε εφαρμογή για τη φθίνουσα φάση της πανδημίας, όταν η απειλή της κατάρρευσης ήταν πραγματική. Έκτοτε, μειώνονται σταθερά.
Εν τω μεταξύ, οι δαπάνες για την έρευνα σχετικά με τα εμβόλια ήταν μόνο ένα μέρος ευρύτερων κυβερνητικών προγραμμάτων, που έτειναν να είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά και άκρως σπάταλα. Όπως και σε κάθε πραγματικό πόλεμο, τα επιτυχημένα εξοπλιστικά προγράμματα αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Τα περισσότερα χρήματα απορροφώνται από προγράμματα που δεν… οδηγούν πουθενά.
Ως αποτέλεσμα, η κληρονομιά της κυβερνητικής δράσης για τον Covid ήταν η παρατεταμένη δυσαρέσκεια και όχι μια νέα αίσθηση πολιτικής δυνατότητας. Τα συμπτώματα του πολιτικού long Covid περιλαμβάνουν την απογοήτευση του κοινού για το λογαριασμό που πρέπει να πληρωθεί.
Χωρίς τον πληθωρισμό που τροφοδοτεί ο Covid, τι θα έκανε ο Τραμπ;
Μέρος της αιτίας αυτής της απογοήτευσης είναι ο διαδεδομένος πληθωρισμός, που υποδαυλίζεται από τα χαλαρότερα δημόσια οικονομικά, ο οποίος έχει τροφοδοτήσει την οργή για τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο και έχει δημιουργήσει εκλογική αστάθεια. Ο Χαβιέρ Μίλεϊ μπορεί να μην ήταν πρόεδρος της Αργεντινής χωρίς τον πληθωρισμό που τροφοδοτεί ο Covid. Ούτε ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να κάνει την επιστροφή του χωρίς αυτόν.
Ταυτόχρονα, συνεχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια ιστορίες για τη σπατάλη και τη διαφθορά, που αναπόφευκτα πήγαιναν μαζί με τις απεριόριστες κρατικές δαπάνες.
Στον απόηχο του πρώτου και του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι κρατικές δαπάνες μεταξύ των εμπόλεμων χωρών ήταν κολοσσιαίες και η σπατάλη και η διαφθορά ήταν ευρέως διαδεδομένες, ακολούθησε ωστόσο διαρκής κοινωνικός μετασχηματισμός. Τα θεμέλια ενός νέου είδους κράτους πρόνοιας τέθηκαν από την κλίμακα των δημόσιων επενδύσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου, μαζί με την αίσθηση ότι οι δημόσιες θυσίες έπρεπε να επιστραφούν.
Με την πανδημία δεν ήταν το ίδιο. Εν μέρει, είναι ζήτημα κλίμακας. Τα 12 δισ. δολάρια που δαπάνησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ για την υποστήριξη της έρευνας για τα εμβόλια είναι σταγόνα στον ωκεανό των δημόσιων δαπανών. Ακόμη και τα τρισεκατομμύρια δολάρια που διέθεσε η αμερικανική κυβέρνηση σε διάφορες μορφές βοήθειας ωχριούν σε σύγκριση με την κληρονομιά προϋπαρχόντων προγραμμάτων, όπως το Medicare και το Medicaid.
Τίποτα από όσα περίμεναν οι νέοι δεν ήρθε
Τα επίπεδα του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ το 2024 είναι παρόμοια ως ποσοστό του ΑΕΠ με αυτά που ήταν το 1945, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τις μακροπρόθεσμες επιβαρύνσεις των προγραμμάτων πρόνοιας και των αμυντικών δαπανών, παρά με την αντίδραση στον Covid.
Σε έναν πόλεμο, οι νέοι πολεμούν και δίνουν τη ζωή τους για να κρατήσουν τους μεγαλύτερους ασφαλείς, οι οποίοι σε αντάλλαγμα υπόσχονται να κάνουν τη ζωή καλύτερη για εκείνους που καλούνται να κάνουν την υπέρτατη θυσία. Είναι μέρος αυτού που δημιουργεί μια αίσθηση αμοιβαίας υποχρέωσης μεταξύ των γενεών.
Στον Covid, ήταν οι ηλικιωμένοι που έχασαν τη ζωή τους, αλλά ήταν ακόμα οι νέοι που έκαναν πολλές από τις θυσίες, με την απώλεια θέσεων εργασίας και εκπαιδευτικών ευκαιριών. Αυτό κάνει την ανταλλαγή πιο περίπλοκη. Η κληρονομιά της δεν ήταν μια νέα διαγενεακή συμφωνία. Αν μη τι άλλο, οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των γενεών είναι ευρύτερες από ποτέ, και ο Covid τις επιδείνωσε.
Οι νέοι δεν ανταμείφθηκαν για τη θυσία τους με τα είδη των υποσχέσεων που τείνουν να ακολουθούν έναν πραγματικό πόλεμο: καλύτερη στέγαση, μεγαλύτερη πρόσβαση στην εκπαίδευση, πλήρη απασχόληση. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το τίμημα που πλήρωσε η νεότερη γενιά αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί από ό,τι ο φυσικός φόρος που κατέβαλε η ασθένεια στους ηλικιωμένους. Ποιος χρωστάει σε ποιον τι; Αυτός ήταν ένας πόλεμος χωρίς προφανείς νικητές.
Γιατί βγήκε κερδισμένος ο Πούτιν;
Εκτός, ίσως, από εκείνους τους πολιτικούς που είδαν τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Τον Οκτώβριο του 2022, καθώς η εισβολή του στην Ουκρανία καθυστερούσε, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε στο κυβερνητικό συμβούλιο συντονισμού στη Μόσχα ότι το μάθημα ήταν σαφές: η Ρωσία έπρεπε να μεταφράσει την επείγουσα ανάγκη του Covid σε στρατιωτική επείγουσα ανάγκη.
«Αντιμετωπίσαμε ορισμένες δυσκολίες και την ανάγκη να αναβαθμίσουμε το έργο μας, να του δώσουμε μια νέα δυναμική και ένα νέο χαρακτήρα όταν ανταποκρινόμασταν στην πανδημία του κορονοϊού», είπε. Αυτά τα διδάγματα έπρεπε να μεταφερθούν στη συνέχιση του πολέμου. «Πρέπει να απαλλαγούμε από αυτές τις αρχαϊκές διαδικασίες, που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε με τον ρυθμό που χρειάζεται η χώρα». Ως πρώτο βήμα, ο Πούτιν κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις τέσσερις περιοχές που ελέγχονται από τις ρωσικές δυνάμεις.
Ο Covid δεν ήταν ένας πραγματικός πόλεμος, αν και συχνά έτσι έμοιαζε. Ούτε ήταν μια δοκιμαστική άσκηση για το πώς θα αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής κρίσης, αν και περιστασιακά έμοιαζε και έτσι. Τώρα γνωρίζουμε ότι ο Covid ήταν, για ορισμένους πολιτικούς, μια πρόβα για τον ίδιο τον πόλεμο.
Δεν άλλαξε ριζικά τον τρόπο που ζούμε. Η πανδημία, όμως, επιτάχυνε δραματικά ορισμένους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Η εργασία από το σπίτι ήταν κάτι που διευκολυνόταν από τη νέα τεχνολογία πολύ πριν από το 2020. Η πανδημία δεν δημιούργησε την υβριδική εργασία, ούτε ξεκίνησε τη σταθερή μείωση των χώρων γραφείων στο κέντρο της πόλης. Αλλά τα έφερε μπροστά κατά περίπου μια δεκαετία.
Οι πολιτικές συνέπειες του Covid το 2024 μπορεί να είναι καθοριστικές
Η πολιτική, επίσης, είναι αρκετά παρόμοια με ό,τι προηγήθηκε και φαίνεται απίθανο οι ιστορικοί του μέλλοντος να δουν το 2020-21 να αντιπροσωπεύει μια κοσμογονική αλλαγή στις παγκόσμιες υποθέσεις. Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι πιο εχθρικές μεταξύ τους απ’ ό,τι ήταν, αν και η εχθρότητα αυξανόταν για περισσότερο από μια δεκαετία πριν από το 2020.
Η Μέση Ανατολή είναι πιο ασταθής απ’ ό,τι ήταν, η εκλογική πολιτική πιο εύθραυστη, οι αυταρχικοί πιο δυναμικοί, ο πλανήτης πιο θερμός, οι ανισότητες μεγαλύτερες. Αυτό είναι κάπως διαφορετικό. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο. Και δεν υπάρχει εμβόλιο για τον πολιτικό long Covid, όπως δεν υπάρχει και για τη μακροχρόνια μορφή της ίδιας της ασθένειας. Τα αποτελέσματά της είναι πολύ σποραδικά και τα αίτια που την προκαλούν ακόμα ανεπαρκώς κατανοητά.
Όμως, από μια άποψη, οι πολιτικές συνέπειες του Covid το 2024 μπορεί να φανούν καθοριστικές στην ιστορία του 21ού αιώνα. Ο πολιτικός που πλήρωσε το υψηλότερο εκλογικό τίμημα για την πανδημία ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ. Στις αρχές του 2020, ήταν καλά προετοιμασμένος για επανεκλογή: η οικονομία των ΗΠΑ ήταν σχετικά ισχυρή, η βάση του ήταν σχετικά ευχαριστημένη (κυρίως με τους διορισμούς του στο Ανώτατο Δικαστήριο), και οι Δημοκρατικοί δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε έναν υποψήφιο που θα του εναντιωνόταν.
Αν ξαναβγεί ο Τραμπ δύσκολα θα ξεφύγουμε από τον πολιτικό long Covid
Ο Covid τα άλλαξε όλα αυτά. Ο Τραμπ το χειρίστηκε άσχημα – δεν πήρε ποτέ το μήνυμά του ξεκάθαρα – και ακόμη και ορισμένοι από τους υποστηρικτές του, το παρατήρησαν. Η οικονομία υπέφερε. Οι Δημοκρατικοί συσπειρώθηκαν πίσω από τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δεν χρειάστηκε να υποστεί τη σωματική καταπόνηση μιας πλήρους προεκλογικής εκστρατείας, επειδή οι περισσότερες μορφές προεκλογικής εκστρατείας ήταν αδύνατες λόγω πανδημίας. Ο Τραμπ έχασε, αλλά μόνο οριακά – χωρίς τον Covid θα είχε σχεδόν σίγουρα κερδίσει.
Φέτος είναι η πιο πολυάσχολη χρονιά σε όλο τον κόσμο στην ιστορία της εκλογικής δημοκρατίας: περισσότεροι από 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν δικαίωμα ψήφου, σε εκλογές από την Ινδία μέχρι την Ιρλανδία και το Μεξικό. Είναι ένα σημάδι ότι ο Covid, που έθεσε σε αναστολή τόσες πολλές δημοκρατικές ελευθερίες, δεν το έκανε μόνιμα. Όμως οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο έχουν ακόμα τη δυνατότητα να τα ξεπεράσουν όλα αυτά.
Ο Τραμπ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κερδίσει. Ωστόσο, αν κερδίσει και αν αποφασίσει αυτή τη φορά να κάνει πράξη την υπόσχεσή του να αλλάξει τον τρόπο διακυβέρνησης των ΗΠΑ, αποψιλώνοντας το διοικητικό κράτος και αποσύροντας την αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ, τότε ο Covid θα έχει πραγματικά διαρκή αντίκτυπο στην παγκόσμια πολιτική.
Σε εκείνο το σημείο, θα είναι δύσκολο για οποιονδήποτε στον κόσμο να ξεφύγει από τον πολιτικός long Covid…
Πηγή: In.gr