Τέλος στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων έδωσε η Τράπεζα της Ιαπωνίας που προχώρησε χθες στην πρώτη αύξηση μετά από 17 χρόνια. Είχε προηγηθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που πριν 18 μήνες ολοκλήρωσε τον κύκλο των αρνητικών επιτοκίων, μια εποχή που δεν θα ξαναέλθει σύντομα, σύμφωνα με έρευνα του Reuters.
Μετά την παγκόσμια ύφεση και την κρίση χρέους στα τέλη της δεκαετίας του 2000, τα αρνητικά επιτόκια χρέωναν τις τράπεζες να δεσμεύουν τις καταθέσεις στην κεντρική τους τράπεζα αντί να τους πληρώνουν τόκους γι’ αυτό.
Το τέλος των χαμηλών επιτοκίων
Ο στόχος ήταν να ενθαρρυνθεί επαρκής τραπεζικός δανεισμός για να ξεκινήσει η ανάπτυξη στις οικονομίες μετά την κρίση και να αποτραπεί η απειλή του αποπληθωρισμού. Οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμπεραίνουν τώρα ότι δεν λειτούργησαν τόσο καλά όσο είχαν προγραμματιστεί και ότι, σε κάθε περίπτωση, τα πράγματα έχουν προχωρήσει.
«Οι μέρες των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων έχουν τελειώσει», τόνισε Αγκουστίν Κάρστενς γενικός διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών κατά την διάρκεια ομιλίας του.
«Ο πληθωρισμός θα εξαρτηθεί εν μέρει από παράγοντες που δεν είναι υπό τον έλεγχο των κεντρικών τραπεζών». Προειδοποίησε επίσης ότι μια σειρά από παράγοντες όπως η αποπαγκοσμιοποίηση, ο οικονομικός κατακερματισμός, οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και η ανάγκη καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, θα διατηρήσουν τις τιμές υπό πίεση μεσοπρόθεσμα, απαιτώντας από τις κεντρικές τράπεζες να ακολουθήσουν τις δεσμεύσεις τους για τον περιορισμό του πληθωρισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, προχώρησαν σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων.
Ωστόσο η Fed δεν προχώρησε όπως η ομόλογες καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της αμφέβαλαν ότι η νομοθεσία των ΗΠΑ θα επέτρεπε αρνητικά επιτόκια.
Οι άλλες κεντρικές τράπεζες, είχαν την ανησυχία ότι ο αποπληθωρισμός, που ωθεί τους καταναλωτές να αναβάλουν τις αγορές τους για να εξασφαλίσουν χαμηλότερες τιμές αργότερα, θα μπορούσε να οδηγήσει τις οικονομίες σε ύφεση και έτσι υιοθέτησαν την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, η σουηδική Riksbank και η Nationalbank της Δανίας έπραξαν το ίδιο, και δέχθηκαν τα βέλη της κριτικής από τις εμπορικές τράπεζες που καλούνταν να πληρώνουν για τις καταθέσεις τους.
Μια δανική τράπεζα πρόσφερε ακόμη και αρνητικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων για να προσελκύσει πελάτες, πληρώνοντας ουσιαστικά τους αγοραστές κατοικιών για να τους δανείσουν χρήματα. Στο πλαίσιο αυτό οι αποταμιευτές που κατέθεταν τα χρήματά τους σε μια εμπορική τράπεζα είχαν μικρή ανταμοιβή και πολλές εφημερίδες σε Ελβετία και Γερμανία άσκησαν σκληρή κριτική.
Τα αποτελέσματα των αρνητικών επιτοκίων
Σύμφωνα με μελέτες της ΕΚΤ τα αρνητικά επιτόκια όντως πρόσθεταν περίπου 0,7% στην αύξηση των δανείων κάθε χρόνο, αυτό ωστόσο δεν ήταν αρκετό για να φέρει τον πληθωρισμό της ευρωζώνης στον στόχο της κεντρικής τράπεζας γύρω στο 2%.
Όσοι επικρίνουν τα αρνητικά επιτόκια υποστηρίζουν ότι ότι η έλλειψη πρόσβασης σε πιστώσεις δεν ήταν ποτέ ο κύριος λόγος για την υποτονική ανάκαμψη της Ευρώπης και ότι τα βαθύτερα προβλήματα όπως η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και οι δημόσιες επενδύσεις δεν αφορούν την νομισματική πολιτική.
Η Fed, η οποία διατήρησε τα επιτόκια πάνω αλλά κοντά στο μηδέν, ανακάλυψε παρομοίως ότι οι προσπάθειές της να διαχειριστεί τον πληθωρισμό που επί μια δεκαετία βρισκόταν κάτω από το στόχο απέφεραν μόνο αργά και συχνά μη ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Όπως αποδείχθηκε ο κόσμος βγήκε από την εποχή του χαμηλού πληθωρισμού λόγω των εμπλοκών της εφοδιαστικής αλυσίδας που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, σε συνδυασμό με τα τεράστια προγράμματα δημοσιονομικής τόνωσης των πλούσιων εθνών και τις ανατιμήσεις σοκ στις τιμές της ενέργειας που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις στρεβλώσεις που δημιουργούνται από τα αρνητικά επιτόκια, κυρίως ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα γεμάτο με τρισεκατομμύρια δολάρια φθηνού χρήματος και πλεονάζοντα κεφάλαια τα οποία οι τράπεζες μπορούν απλώς να παρκάρουν με την κεντρική τράπεζα για ένα εύκολο κέρδος.
Ακριβώς όπως ανησυχητικός ήταν ο αντίκτυπος στη δημοσιονομική πολιτική σε όλο τον κόσμο, ενθαρρύνοντας τις κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν χρέη ρεκόρ -δανεισμός που ήταν αρχικά φθηνός αλλά έγινε πιο ακριβός καθώς τα επιτόκια ανέβηκαν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα.
Πηγή: ΟΤ