Με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων για καλύτερους μισθούς και συνθήκες απασχόλησης να αυξάνονται συνεχώς στη Γερμανία εν μέσω πληθωρισμού που καλπάζει, όλο και περισσότεροι από τους εργαζόμενους αυτούς στρέφονται ξανά προς τα εργατικά συνδικάτα για βοήθεια -με το να γίνουν μέλη.
Το 2023 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά μετά από χρόνια ξεκίνησαν να εγγράφονται ξανά μέλη σε σωματεία δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, με την τάση αυτή να συνεχίζεται και τους πρώτους μήνες του 2024. Μένει τώρα να φανεί εάν το φαινόμενο θα συνεχιστεί, αφού τα σωματεία χρειάζονται περισσότερα μέλη, λόγω του δημογραφικού και των αυξημένων συνταξιοδοτήσεων στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Το θέμα έχει έλθει ξανά στο προσκήνιο αφού το 2024 έχει ξεκινήσει στη χώρα με μαζικές διεκδικήσεις, από εργαζόμενους στις μεταφορές μέχρι τις υπηρεσίες, σε μια αγορά όπου οι ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού παραμένουν μεγάλες.
Στη Γερμανία οι εργαζόμενοι αισθάνονται πλέον πιο ισχυροί καθώς εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 1,8 εκατ. κενές θέσεις εργασίας που απευθύνονται σε εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο όμως δεν φαίνεται να είναι άμεσα διαθέσιμο ούτε από το εσωτερικό ούτε από το εξωτερικό.
Τα νέα μέλη
Το δεύτερο μεγαλύτερο συνδικάτο της χώρας, μετά από αυτό των εργατών μετάλλου IGMetall, το Verdi, το 2023 πραγματοποίησε τις περισσότερες εγγραφές νέων μελών από την ίδρυσή του το 2001. Εκπροσωπώντας 1,9 εργαζόμενους κυρίως στις υπηρεσίες, το Verdi είχε 193.000 νέα μέλη του 2023. Εάν υπολογιστούν και οι αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδοτήσεων και άλλων λόγων, οι καθαρές εγγραφές έφτασαν τα 40.000 μέλη σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η Deutsche Welle. Το IGMetall εκπροσωπεί περίπου 2,3 εκατ. μέλη.
Επίσης το συνδικάτο των σιδηροδρομικών, το GDL, που έχει περίπου 34.000 μέλη είδε τον αριθμό αυτό να αυξάνεται κατά 18% σε σύγκριση με το 2015 σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία. Οι σιδηροδρομικοί βρίσκονται αυτό το διάστημα στο επίκεντρο των απεργιών ζητώντας υψηλότερες αποδοχές.
Το σωματείο των εργαζομένων στα τρόφιμα, ποτά, καπνά, ξενοδοχεία και κέτερινγκ είδε τα μέλη του να αυξάνονται κατά 20.000 πέρσι και να διαμορφώνονται σήμερα κοντά στις 206.000.
Ο αριθμός των μελών των σωματείων βρίσκεται μακριά από τα ιστορικά υψηλά του, αλλά πλέον αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός από νέους σε ηλικία εργαζόμενους στη Γερμανία οι οποίοι δείχνουν ενδιαφέρον για συμμετοχή. Σύμφωνα με το Verdi, περισσότερα από 50.000 από τα νέα μέλη του σωματείου έχουν ηλικία κάτω των 28 ετών.
Προσπάθεια ανάκαμψης
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των μελών των εργατικών σωματείων είχε μειωθεί κυρίως λόγω συνταξιοδοτήσεων που τρέχουν με γοργούς ρυθμούς στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού.
Είναι ενδεικτικό ότι η Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων της Γερμανίας (German Trade Union Confederation -DGB) είχε 9,3 εκατ. μέλη στα μέσα της δεκαετίας του 1900. Σήμερα έχει περίπου 5,6 εκατομμύρια λόγω των δημογραφικών αλλαγών και κυρίως λόγω πολλών συνταξιοδοτήσεων. Ιδανικά ένα μεγάλο σωματείο όπως το Verdi θα χρειαζόταν κάθε χρόνο περίπου 150.000 εγγραφές νέων μελών. Μένει τώρα να φανεί εάν η αυξητική τάση που άρχισε να καταγράφεται από πέρσι θα συνεχιστεί.
Το στοίχημα των συλλογικών συμβάσεων
Ταυτόχρονα, τα ίδια τα σωματεία στη Γερμανία προσπαθούν να έλθουν πιο κοντά στους εργαζομένους. Η ευκαιρία αυτό το διάστημα είναι καλή αφού ο πολύ υψηλός πληθωρισμός και ειδικά οι αυξήσεις σε ενέργεια, τρόφιμα και ακίνητα έχουν κάνει πολλούς εργαζομένους να ζητούν αυξήσεις ή άλλες παροχές. Επίσης η πανδημία έχει αλλάξει πολλά στην παρουσία μερίδας εργαζομένων σε γραφεία, κυρίως στις υπηρεσίες.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχουν τα συνδικάτα σήμερα στη Γερμανία είναι ότι, σε σύγκριση με το παρελθόν, πολύ λιγότερες θέσεις εργασίας συνδέονται σε συλλογικές συμβάσεις τις οποίες διαπραγματεύονται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Σήμερα εκτιμάται ότι στη Γερμανία τα συνδικάτα προχωρούν σε διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις μόνο για το 50% των θέσεων εργασίας στη χώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Deutsche Welle. Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2022 ανέφερε πως στόχος ήταν να φτάσει στην ΕΕ το ποσοστό αυτό στο 80%.
Πηγή: ΟΤ