Το Εφετείο αύξησε την ποινή φυλάκισης σε τρία έτη σε πολίτη, που κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης.
Κρίθηκε, επίσης, ένοχος για τα αδικήματα της μη συμμόρφωσης σε φώτα τροχαίας, οδήγηση οχήματος με αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή πάνω το καθορισμένο όριο και οδήγηση, με ταχύτητα 123,40 χιλιομέτρων ανά ώρα αντί 50.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 22 μηνών, 10 βαθμούς ποινής, καθώς και στέρηση δυνατότητας να κατέχει άδεια οδήγησης τρεις μήνες από την αποφυλάκιση του στην 1η κατηγορία, ενώ επέβαλε ποινές προστίμου στις κατηγορίες 2 μέχρι 4.
O Γενικός Εισαγγελέας προσέβαλε την 22μηνη ποινή φυλάκισης στην πρώτη κατηγορία, κρίνοντάς την ως έκδηλα ανεπαρκή διότι, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν προστατεύει το κοινό, ούτε είναι αποτρεπτική, ούτε αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκε, ούτε εξυπηρετεί τον σκοπό της τιμωρίας του, αλλά στέλνει λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες, ιδιαίτερα για τέτοια αδικήματα, που βρίσκονται σε τόσο μεγάλη έξαρση, όπως τα θανατηφόρα δυστυχήματα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος φτάνοντας στη φωτοελεγχόμενη συμβολή με την οδό Παναγιώτη Τσαγκάρη, παραβίασε το κόκκινο φως που ήταν αναμμένο στα φώτα τροχαίας προς την πορεία του, εισήλθε σε αυτήν ακολουθώντας ίδια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα Β που οδηγούσε το θύμα στην οδό Παναγιώτη Τσαγκάρη με νότια κατεύθυνση και κατά το δεδομένο χρόνο εισήλθε και η ίδια στη συμβολή με δεξιά στροφή, για να ακολουθήσει στη συνέχεια δυτική κατεύθυνση στην οδό Βασιλέως Γεωργίου Α’.
Από τη σύγκρουση το θύμα, η οποία ήταν προσδεδεμένη με ζώνη ασφαλείας, τραυματίστηκε θανάσιμα και αφού απεγκλωβίστηκε από το όχημα της με την επέμβαση μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος της. Ο κατηγορούμενος μαζί με τη συνοδηγό του δεν είχαν τραυματιστεί, επειδή όμως η συνοδηγός του κατηγορουμένου παραπονείτο για πόνο στο στήθος, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Κατόπιν συνομιλίας της Αστυνομίας με τον κατηγορούμενο, διαπιστώθηκε ότι αυτός μύριζε έντονα αλκοόλ και τα μάτια του ήταν κόκκινα, έτσι διενεργήθηκε σε αυτόν έλεγχος άλκοτεστ με προκαταρκτική ένδειξη 57mg και κατόπιν τελικής εξέτασης η ένδειξη ήταν 47m».
Και τα δύο οχήματα υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές, ενώ καμία ζημιά δεν υπέστη ξένη περιουσία. Το θύμα υπέστη ρήξη καρδίας και πολλαπλές κακώσεις ζωτικών οργάνων.
Κατά την ώρα της σύγκρουσης η ταχύτητα του οχήματος Α ήταν 123,40 χιλιόμετρα ανά ώρα, ταχύτητα, η οποία μειωνόταν προοδευτικά σύμφωνα με τα σφάλματα που καταγράφηκαν μέχρι που το όχημα Α σταμάτησε εντελώς.
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία που αφορά τον καθορισμό της ποινής σ΄ αυτού του είδους τα αδικήματα, εντούτοις κατά την επιβολή της ποινής δεν συνεκτίμησε σωρευτικά τους επιβαρυντικούς παράγοντες του θανατηφόρου δυστυχήματος, ούτε την από κάθε οπτική απαράδεκτη οδική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής του θύματος, το οποίο χρησιμοποιούσε νόμιμα το δρόμο.
«Στην ουσία δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν στην ορθή διάσταση του το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος με πλήρη αδιαφορία προς τα πρόσωπα που νόμιμα χρησιμοποιούσαν τον δρόμο οδηγούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό την επήρεια αλκοόλης (47mg αντί 22 mg), χωρίς να συμμορφωθεί με τους φωτεινούς σηματοδότες ενώ η ένδειξη τους ήταν κόκκινο και παραβιάζοντας τους ανέπτυξε ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή, ήτοι 123 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω., εντός κατοικημένης περιοχής και εισερχόμενος κατά επικίνδυνο και εγωιστικό τρόπο στη διασταύρωση ανέκοψε την πορεία του θύματος», αναφέρεται.
Το Εφετείο αναφέρει ακόμα ότι η επιβληθείσα ποινή στην πρώτη κατηγορία εξουδετέρωσε τόσο το στοιχείο της σοβαρότητας στη βάση της προβλεπόμενης ποινής όσο και το στοιχείο της αποτροπής. Επίσης, ότι δεν αντανακλά στη σοβαρότητα του αδικήματος ούτε εξυπηρετεί το σκοπό της τιμωρίας ούτε προστατεύει το κοινό.
Καταλήγοντας η απόφαση αναφέρει ότι η ποινή στην 1η κατηγορία κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής και κρίνεται ως αρμόζουσα και επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 3 ετών στην 1η κατηγορία.