Η Πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει στους πολίτες δίκαιη δίκη, διασφαλίζοντας πρωτίστως το νομικό απόρρητο, είπε την Τρίτη ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Μάριος Χαρτσιώτης, στον χαιρετισμό του στο Συνέδριο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (ΠΔΣ), με τίτλο «Το δικηγορικό επαγγελματικό απόρρητο υπό την ευρωπαϊκή νομολογία», σημειώνοντας ότι, κάθε περιορισμός ή εξαίρεση θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης αλλά και της Αρχής της Αναλογικότητας.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, ανέφερε ότι, απαιτείται πάντοτε στάθμιση και προσεκτική ρύθμιση δικαιωμάτων, όπως το δικηγορικό απόρρητο, ενώ ο Πρόεδρος του ΠΔΣ, Μιχάλης Βορκάς, επεσήμανε ότι, το Συμβούλιο του ΠΔΣ είναι το μοναδικό όργανο στο οποίο η Πολιτεία έχει αναθέσει την τήρηση και εποπτεία του δικηγορικού επαγγελματικού απορρήτου.
Συγκεκριμένα, ο κ. Χαρτσιώτης, στον χαιρετισμό του, είπε ότι πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα το οποίο κατά καιρούς αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων και απασχολεί την εθνική και ευρωπαϊκή νομολογία.
Η έννοια του επαγγελματικού απορρήτου, σημείωσε, αναφέρεται στην προστασία κάθε εμπιστευτικής πληροφορίας ή στοιχείου που ο δικηγόρος έχει λάβει γνώση μέσα στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας μαζί και σε συνεργασία με τον πελάτη του. «Αυτή η προστασία είναι πολύ ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και θεωρείται ένα θεμελιώδες δικαίωμα στο νομικό πλαίσιο της ΕΕ», ανέφερε.
Η έννοια του δικηγορικού απορρήτου, πρόσθεσε, αναγνωρίζεται σε διάφορα νομικά εργαλεία και έγγραφα της ΕΕ συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ενώ προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ έχει εντείνει τις προσπάθειές της για διασφάλιση της ακεραιότητας των νομικών επαφών μεταξύ δικηγόρων και πελατών, σημείωσε, και αναφέρθηκε και στην νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ που επιβεβαιώνει, όπως είπε, την προέκταση του δικηγορικού απορρήτου, πέραν των δικαστικών διαδικασιών και σε νομικές συμβουλές. Αναφέρθηκε και σε πληθώρα αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υπερασπίστηκαν την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου του δικηγόρου.
Γι΄αυτό τον σκοπό, ανέφερε «είναι αναγκαίο να παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις στο Ευρωπαϊκό νομικό και νομολογικό πλαίσιο και επίπεδο, σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα». Στην Κύπρο, είπε, η αντίστοιχη προστασία παρέχεται από το Σύνταγμα στα Άρθρα 15 και 17, αλλά και από τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς.
Ο Υπουργός ανέφερε ότι ο δικηγόρος είναι θεματοφύλακας των πληροφοριών και στοιχείων που του εμπιστεύεται ο πελάτης του και αποτελεί τον θεσμοθετημένο νομικό παραστάτη που έχει υποχρέωση να τον εκπροσωπήσει και υπερασπιστεί στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης, «αυτή που οφείλει να του εξασφαλίσει η Πολιτεία διασφαλίζοντας πρωτίστως το νομικό απόρρητο».
Σημείωσε ότι, το δικηγορικό απόρρητο, ενδέχεται σε εξαιρετικές περιστάσεις να υπόκειται σε περιορισμούς ή εξαιρέσεις. «Βέβαια, κάθε περιορισμός η εξαίρεση θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης αλλά και της Αρχής της Αναλογικότητας. Οποιαδήποτε ρύθμιση που επιχειρεί να αναιρέσει ή να περιορίσει το δικηγορικό απόρρητο, θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, αμφισβητεί την αποτελεσματική δικαστική προσφυγή και συνεπώς, υπονομεύει τη λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης», είπε.
Κλείνοντας ο κ. Χαρτσιώτης, ανέφερε ότι το Υπουργείο του θα αναμένει με ενδιαφέρον τα συμπεράσματα και εισηγήσεις που θα αναδειχθούν από το συνέδριο.
Στο δικό του χαιρετισμό ο Γενικός Εισαγγελέας, σημείωσε ότι, το συγκεκριμένο είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο και ενδιαφέρον θέμα, τόσο για τους ίδιους τους δικηγόρους όσο και για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης γενικότερα.
Η προστασία του δικηγορικού απορρήτου συνιστά μία από τις βασικές εγγυήσεις της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά ταυτόχρονα επιδρά στο όλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, σε συνάρτηση με την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου, ως αρωγού της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική συνδρομή που χρειάζεται ο εντολέας του, σημείωσε.
Αναφερόμενος σε σχετική νομολογία επεσήμανε όμως ότι εξακολουθεί η νομολογία να διευκρινίζει ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο προστατεύει την εμπιστευτικότητα οποιασδήποτε αλληλογραφίας μεταξύ ιδιωτών και παρέχει αυξημένη προστασία στην επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους, «δεν είναι απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας». Συναφώς, σημείωσε, είναι δυνατόν να τεθούν περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο ότι, συνάδουν με το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.
«Απαιτείται συνεπώς πάντοτε στάθμιση και προσεκτική ρύθμιση δικαιωμάτων, όπως το δικηγορικό απόρρητο», ανέφερε, προσθέτοντας ότι, στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της αυτορρύθμισης, είναι μεγάλης σημασίας. «Η ορθή λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του δικηγορικού απορρήτου εξαρτάται από τον καθορισμό και προσδιορισμό ορίων και προϋποθέσεων που ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγόρων περιέχει, καθότι κατοχυρώνει το δικηγορικό απόρρητο ως θεμελιώδες και πρωταρχικό δικαίωμα και υποχρέωση του δικηγόρου, περιέχοντας ταυτόχρονα ρύθμιση επιμέρους πτυχών αυτού», ανέφερε.
Κλείνοντας, ο κ. Σαββίδης είπε ότι αναμένει ότι το σημερινό συνέδριο θα συμβάλει στον διάλογο που απαιτείται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, κάθε φορά που απαιτείται η στάθμιση συμφερόντων και δικαιωμάτων που χαίρουν προστασίας, αλλά δεν είναι πάντοτε δυνατόν να συμπλέουν.
Ο κ. Βορκάς, σημείωσε ότι, είναι η πρώτη φορά που διοργανώνεται συνέδριο γι΄ αυτό «το ιδιαιτέρως επίκαιρο και καίριο θέμα», τόσο για τους δικηγόρους, όσο και για όλους τους πολίτες που προσβλέπουν στην απονομή δικαιοσύνης.
Σημείωσε ότι ο ΠΔΣ έχει ήδη θέσει τις θέσεις του για το θέμα ενώπιων του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τη συνάντηση μαζί του στις 16 Νοεμβρίου 2023 και ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, ενώ έχει ενημερωθεί και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων.
Το δικηγορικό απόρρητο, ανέφερε, «είναι υψίστης σημασίας» για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εξασφάλισης εμπιστοσύνης σε σχέση δικηγόρου-εντολέα, παρέχοντας τα απαραίτητα εχέγγυα εχεμύθειας και θα πρέπει να διατηρήσει την ισχύ του απαρέγκλιτα.
Αυτός, είπε, είναι ο μοναδικός τρόπος να διασφαλιστεί με αποτελεσματικότητα η ανεξαρτησία των δικηγόρων ως λειτουργών της δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης εν γένει.
Επεσήμανε επίσης, ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ είναι το μοναδικό όργανο στο οποίο η πολιτεία έχει αναθέσει την έκδοση Κανονισμού, την τήρηση και εποπτεία του δικηγορικού επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς του 2022. «Επομένως, οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ή Αρχή δεν έχουν οποιαδήποτε αρμοδιότητα η τεχνογνωσία επί του Δικηγορικού Επαγγελματικού απορρήτου», ανέφερε.
Ο κ. Βορκάς είπε ακόμη ότι απαιτείται αποφασιστικότητα στις ενέργειές τους, πάντοτε με διαφάνεια, τεκμηρίωση και πνεύμα συνεργασίας, τόσο με δικηγορικούς συλλόγους άλλων κρατών μελών της ΕΕ όσο και με το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων, ώστε να διασφαλίζεται το υψηλότερο επίπεδο προστασίας του δικηγορικού απορρήτου.
Ο Μύρων Νικολάτος, πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη δική του ομιλία αναφέρθηκε εκτενώς στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με το νομικό επαγγελματικό απόρρητο.
Εξέφρασε την άποψη ότι η Πολιτεία «είναι ορθό να επανεξετάσει» τον Νόμο 91(I) του 2014, που αναθεωρεί το νομικό πλαίσιο που διέπει την πρόληψη και καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, ο οποίος, όπως είπε, κατά τη γνώμη του, «κατάργησε ή υποβάθμισε παραδοσιακές υπερασπίσεις και εχέγγυα της δίκαιης δίκης σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων εναντίον παιδιών». Σημείωσε ότι, κατάργησε, μεταξύ άλλων και το δικηγορικό επαγγελματικό απόρρητο υπό προϋποθέσεις.
Ανέφερε ότι προνοείται στον εν λόγω Νόμο, μεταξύ άλλων ότι όποιος παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση που περιέρχεται σε γνώση του όπου εμπλέκεται παιδί ή δεν προωθεί σχετική καταγγελία διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης ή και σε χρηματική ποινή, καθώς και ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψιν ως επιβαρυντική περίσταση το γεγονός ότι το πρόσωπο που παραλείπει να καταγγείλει ή δεν προωθεί καταγγελία είναι δικηγόρος, ενώ στο εδάφιο 3 του Άρθρου 30 προνοείται ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής του αδικήματος που προβλέπεται στο εδάφιο 1 δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι τα άτομα που αναφέρονται στο εδάφιο 2 περιλαμβανομένων και των δικηγόρων, παρέλειψαν να προβούν σε καταγγελία λόγω του επαγγελματικού τους προνομίου.
Επομένως, σημείωσε ο κ. Νικολάτος, «όχι μόνον καταργείται στην περίπτωση του Άρθρου 30 το δικηγορικό επαγγελματικό απόρρητο, αλλά και καθίσταται σοβαρό ποινικό αδίκημα για τον δικηγόρο να μην καταγγείλει τον πελάτη του για γεγονότα που περιέχονται σε απόρρητη επικοινωνία δικηγόρου-πελάτη».
«Η πάταξη της εγκληματικής συμπεριφοράς εις βάρος των ανηλίκων, που είναι βεβαίως, άκρως απαραίτητη, δεν πρέπει να γίνεται με την κατάργηση θεμιτών υπερασπίσεων, ούτε και με την υποβάθμιση των εχεγγύων της δίκαιης δίκης, αλλά με την αυστηρή τιμωρία των ενόχων μετά από δίκαιη δίκη», σημείωσε.
Ο κ. Νικολάτος είπε ακόμη ότι, για το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου, «που είναι τόσο σημαντικό για τη σχέση εμπιστοσύνης δικηγόρου-πελάτη αλλά και για την ορθή απονομή δικαιοσύνης και λειτουργία του Κράτους Δικαίου και τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των διαδίκων, και ιδιαίτερα των κατηγορουμένων» κλίνει υπέρ της θέσης, ότι, αν θα γίνει κάποιο λάθος, είναι προτιμότερο το λάθος αυτό να είναι υπέρ παρά εις βάρος της διαφύλαξης του προνομίου.
Στο συνέδριο συμμετείχαν μεταξύ άλλων, και ο Πρόεδρος του Φλαμανδικού Δικηγορικού Συλλόγου, Πήτερ Κόλλενς, και ο νομικός Πολ Φρεχάγκε, ο οποίος ενεργεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ εκ μέρους του Βελγικού Συνδέσμου Δικηγόρων Φορολογικού Δικαίου, και που παρέστη στο συνέδριο υπό την προσωπική του ιδιότητα.