Καταδεικνύοντας το μεταναστευτικό ως την κύρια αιτία της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ο Αντώνης Έλληνας, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, και συγγραφέας των βιβλίων “Τα Μέσα Ενημέρωσης και η Άκρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη” και “Οργανώσεις εναντίον της Δημοκρατίας”, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ότι δεν τίθεται απλώς θέμα λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά πιθανώς θέμα διάβρωσης της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Με την ακροδεξιά να κυβερνά ή να συμμετέχει σε Κυβερνήσεις σε Ουγγαρία, Σουηδία, Ιταλία, Ολλανδία και να παρουσιάζει αισθητή αύξηση τα τελευταία χρόνια σε Γαλλία, Φινλανδία, Αυστρία, Πολωνία, Ισπανία αλλά και Γερμανία, με, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αμφισβήτηση του κράτους δικαίου και βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και των υπερεθνικών πολιτικών της ΕΕ, αυξάνονται στην Ευρώπη οι φωνές που ανησυχούν για την ομαλή λειτουργία των θεσμών, κάτι που οδήγησε και στην προσπάθεια τροποποίησης της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων, προκειμένου να παρακαμφθούν αντιδραστικές φωνές που μπλόκαραν είτε μεταρρυθμίσεις είτε την προσπάθεια περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ.
Ερωτηθείς για τα αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς, ο Δρ. Έλληνας επεσήμανε ότι οι μελέτες που προσπαθούν να εξηγήσουν την εκλογική άνοδο της άκρας δεξιάς αναδεικνύουν ως πιο σημαντικό παράγοντα τη στάση των ψηφοφόρων έναντι της μετανάστευσης. «Όσο πιο αρνητικοί είναι οι πολίτες για θέματα μετανάστευσης, είτε για λόγους οικονομικούς είτε για λόγους ταυτοτικούς, τόσο πιο πιθανόν είναι να ψηφίζουν αυτά τα κόμματα», σημείωσε.
Ένας δεύτερος παράγοντας, είπε, είναι μια μορφή θεσμικής διαμαρτυρίας, μία ψήφος διαμαρτυρίας έναντι πολιτειακών και πολιτικών θεσμών και δρώντων, που προκύπτει από μια έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα ή ως αντίδραση σε ζητήματα κακής διακυβέρνησης και διαφθοράς.
Ο τρίτος παράγοντας, που δεν είναι τόσο ουσιαστικός με βάση τις μελέτες, όπως ανέφερε ο καθηγητής, είναι ζητήματα που έχουν σχέση με την οικονομική κατάσταση, την ατομική ή της χώρας.
«Υπάρχει και το ζήτημα της γενικότερης απαξίωσης των κυρίαρχων κομμάτων αλλά και της δυσκολίας που έχουν αυτά τα κόμματα -και η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά- να διαχειριστούν το ζήτημα της μετανάστευσης», ανέφερε.
“Η δυσκολία έγκειται στο ότι για ένα κεντροδεξιό κόμμα που είναι εκ των πραγμάτων πολυσυλλεκτικό, είναι δύσκολο να ισορροπήσει τους ψηφοφόρους που έχουν πιο συντηρητικές ταυτοτικές τάσεις με αυτές άλλων ομάδων ψηφοφόρων, π.χ επιχειρηματικούς δρώντες, που στηρίζονται στη μετανάστευση για εργατικό δυναμικό, ανέφερε.
«Η αμφιταλάντευση των κεντροδεξιών κομμάτων δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τα κόμματα που έχουν πιο ορατές και έντονες -αν και πολλές φορές, απλοϊκές, θέσεις σε αυτά τα ζητήματα», πρόσθεσε.
Και ενώ οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι οι πρώτες απώλειες συνήθως είναι από κεντροδεξιά κόμματα, από ένα σημείο και μετά, φαίνεται ότι τα ακροδεξιά κόμματα αρχίζουν και αντλούν επίσης από εργατικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, “γιατί και η αριστερά έχει ζητήματα στη διαχείριση του μεταναστευτικού. Υπάρχουν τμήματα της αριστεράς που βλέπουν με σκεπτικισμό τη ροή μεταναστών, γιατί, λόγω της έλλειψης ρύθμισης που υπάρχει στην αγορά εργασίας, διαβρώνουν τα επίπεδα των μισθών, ενώ υπάρχει και ένα τμήμα της αριστεράς που είναι ταυτοτικά λιγότερο δεκτικό σε μεταναστευτικές ροές», ανέφερε.
Εξτρεμιστική ακροδεξιά και «υπεύθυνη» ακροδεξιά
Ο δρ Έλληνας διευκρίνισε ότι αυτό που λέμε «ακροδεξιά» συνήθως σπάζει σε δύο ομάδες: η ριζοσπαστική δεξιά που είναι συνήθως εκλογικά πετυχημένα κόμματα, που πιο πρόσφατα συμμετέχουν ή ηγούνται κυβερνητικών συνασπισμών, και η εξτρεμιστική δεξιά, που αποτελείται από νεο-φασιστικά ή νεο-ναζιστικά κόμματα. Τα κοινά τους στοιχεία είναι ότι είναι εθνικιστικά κόμματα, έχουν αρνητική στάση σε θέματα μετανάστευσης, ευρωπαϊκής ενοποίησης και παγκοσμιοποίησης και στρέφονται εναντίον των κυρίαρχων κομμάτων και του συστήματος.
Από εκεί και πέρα, είπε, η «εξτρεμιστική ακροδεξιά», κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή, με πιο καθαρή ιδεολογική διασύνδεση με ιδεολογίες της περιόδου του Μεσοπολέμου, συνήθως συμμετέχουν στην πολιτική όχι μόνο μέσα από τον θεσμικό τρόπο, αλλά και με πιο κινηματικό, με αποτέλεσμα πολλές φορές να είναι συνδεδεμένα με βίαια περιστατικά. Όπως ανέφερε, στην Ευρώπη όπου υπάρχει η κληρονομιά του Μεσοπολέμου, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες είναι πιο έτοιμες να περιορίσουν ελευθερίες για να αντιμετωπίσουν κάποια από αυτά τα φαινόμενα, ιδίως τις πιο ακραίες μορφές αυτών των κομμάτων, όπως έγινε με τη Χρυσή Αυγή.
Από την άλλη, διαχρονικά η άκρα δεξιά έχει επιδείξει την ικανότητα να προσαρμόζεται σε νέα δεδομένα, προσπαθώντας από τη μια να αποφύγει κατασταλτικά μέτρα και επιχειρώντας από την άλλη να διεισδύσει σε πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους, στρογγυλεύοντας τις άλλοτε πιο έντονες εθνικιστικές επικλήσεις της. «Η ακροδεξιά για να μπορέσει να μην είναι απλώς μια ηχηρή αντιπολίτευση, διαχρονικά μετριάζει τις θέσεις της και παρουσιάζει τον εαυτό της ως υπεύθυνη δύναμη που μπορεί να κυβερνήσει. Κάτι που βλέπουμε να γίνεται και να είναι πειστικό σε διάφορες χώρες, όπως στην Ιταλία», ανέφερε.
Έφερε ακόμα ως παράδειγμα, την ακροδεξιά στη Γαλλία, όπου η Μαρί Λε Πεν προσπαθεί να παρουσιάσει μια πιο ευπρεπή εικόνα, αποφεύγοντας τα εμπρηστικά σχόλια του πατέρα Λε Πεν, που καταδικάστηκε επανειλημμένα επειδή δήλωσε πως οι θάλαμοι αερίων των Ναζί ήταν μια ιστορική λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα την αποβολή του από το κόμμα από την κόρη του.
Υπάρχουν επίσης, είπε, παραδείγματα πολιτικών δρώντων που υιοθετούν μέρος της ρητορικής της άκρας δεξιάς και, όντες στην κυβέρνηση, προσπαθούν να διαβρώσουν τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. “Οι πλείστοι πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότι οι Κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας υπονομεύουν βασικές αρχές λειτουργίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως το κράτος δικαίου, η ελευθερία των ΜΜΕ, τα δικαιώματα μειονοτήτων και ευάλωτων ομάδων, την προστασία της κοινωνίας των πολιτών”, ανέφερε ο δρ Έλληνας, προσθέτοντας ότι σε περίπτωση ανόδου της άκρας δεξιάς, ίσως προκύψει αντίστοιχη διάβρωση δημοκρατικών αρχών και θεσμών, κάτι που, όμως, δεν φαίνεται να γίνεται στην περίπτωση της Ιταλίας.
Ακροδεξιά ρητορική και μεταναστευτικό
Για την περίπτωση Μελόνι, είπε, ακόμα, ότι δείχνει πόσο κενές περιεχομένου είναι οι δημόσιες εκκλήσεις που γίνονται προεκλογικά για τα θέματα μετανάστευσης. Πρόκειται για μια Κυβέρνηση που αποτελείται από αντιμεταναστευτικά κόμματα και αναρριχήθηκε στην εξουσία με βασική απαίτηση τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, η οποία όμως το 2023 είχε τον διπλασιασμό τους. «Η ρητορική που υπάρχει εναντίον της μετανάστευσης είναι πιο εύκολο να υπάρχει όντας στην αντιπολίτευση, αλλά όταν πρέπει να κυβερνήσεις, όπως παραδέχεται και η ίδια η Μελόνι, η μετανάστευση είναι ένα πολύ σύνθετο θέμα και δεν είναι τόσο εύκολο να εφαρμόσεις εκείνα που λες», σημείωσε ο καθηγητής.
Πρόσθεσε ότι πιθανώς, αν ενισχυθεί η άκρα δεξιά, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο περιοριστικό πλαίσιο μετανάστευσης, είτε σε επίπεδο ελέγχων ή αποτελεσματικότητας των ελέγχων που γίνονται στα σύνορα. “Άλλωστε, υπό την απειλή της διαφαινόμενης εκλογικής ανόδου της άκρας δεξιάς στις επικείμενες ευρωεκλογές, υιοθετήθηκε πρόσφατα μια τέτοια ρύθμιση”, σημείωσε, αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή συμφωνία ασύλου.
Ωστόσο, τόνισε ότι η μετανάστευση είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, με συγκεκριμένες αιτίες, οι οποίες όχι μόνο συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά με τους πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα, ενισχύονται. «Ένα ερώτημα είναι αν υπάρχουν πίσω από αυτές τις αντιμεταναστευτικές επικλήσεις των ακροδεξιών κομμάτων προτάσεις που βοηθούν στη διαχείριση των αναπόφευκτων μεταναστευτικών ροών. Το άλλο ερώτημα είναι πώς διαχειρίζεσαι αυτούς που μένουν. Όσο αποτελεσματικοί και να είναι οι μηχανισμοί αποτροπής εισόδου, όσο ισχυρή και αν είναι η πολιτική βούληση για να περιοριστεί το φαινόμενο, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην περίπτωση της Κύπρου, θα μένουν. Εμείς ως κοινωνίες πώς διαχειριζόμαστε αυτή την κατάσταση, στα σχολεία μας, στα νοσοκομεία μας, στους δρόμους μας, σε θέματα στέγασης;», διερωτήθηκε.
Πρόσθεσε ότι η Ευρώπη δίνει την εντύπωση πολλές φορές ότι προσπαθεί να διαχειριστεί το πρόβλημα ως ένα πρόβλημα εισόδου, ενώ έπειτα από τόσα χρόνια δεν είναι απλώς πρόβλημα εισόδου, αλλά διαχείρισης αυτών που ξέρουμε ότι θα μείνουν.
Κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής
Ερωτηθείς αν η υιοθέτηση του ακροδεξιού λόγου από την κεντροδεξιά, με σκοπό την αποφυγή διαρροής ψήφων, στο τέλος βοηθά την κεντροδεξιά ή ενισχύει περαιτέρω την ακροδεξιά, ο δρ Έλληνας, ο οποίος ασχολήθηκε με το θέμα στο βιβλίο του «Τα Μέσα Ενημέρωσης και η άκρα δεξιά στη δυτική Ευρώπη: παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού», ανέφερε ότι η κανονικοποίηση του λόγου της άκρας δεξιάς, με επικλήσεις παρόμοιες από την κεντροδεξιά, είναι μέρος της πιθανής εξήγησης γιατί η κεντροδεξιά έχει τόσο σοβαρές απώλειες από αυτά τα θέματα.
«Πολλές φορές η κεντροδεξιά -και η κεντροαριστερά κατά καιρούς, μπαίνει στον πειρασμό να παίξει το εθνικιστικό χαρτί, να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά ταυτοτικά θέματα, με κίνδυνο τη νομιμοποίηση και κανονικοποίηση της ρητορικής της άκρας δεξιάς. Όταν αυτός ο λόγος κανονικοποιηθεί, η κεντροδεξιά δεν έχει κάτι το πρωτότυπο να προσφέρει σε αυτή τη συζήτηση. Όταν έλεγαν στον Λεπέν ότι και ο Σιράκ ή ο Σαρκοζί είναι αυστηροί σε θέματα μετανάστευσης, τους έλεγαν «γιατί να ψηφίσετε το αντίτυπο; Ψηφίστε το αυθεντικό».
Περαιτέρω άνοδος της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές;
Ερωτηθείς κατά πόσο προβλέπεται περαιτέρω άνοδος της ακροδεξιάς, ενόψει και των Ευρωεκλογών, ο καθηγητής είπε ότι υπάρχουν λόγοι που ενισχύουν την εκτίμηση, που υπάρχει πλέον και δημοσκοπικά, ότι η άκρα δεξιά θα είναι εκ των νικητών των επερχόμενων εκλογών. “Πρώτον, οι Ευρωεκλογές προσφέρονται για ψήφο διαμαρτυρίας ή θυμική ψήφο. Επιπλέον, λόγω των χαμηλών ποσοστών συμμετοχής, κόμματα με μεγαλύτερη συσπείρωση, πιθανόν να κερδίσουν, και τα ακροδεξιά κόμματα έχουν αρκετές φορές υψηλή συσπείρωση. Έπειτα, το μεταναστευτικό παραμένει σημαντικό ζήτημα, αν και οι πρόσφατες πιο αυστηρές ρυθμίσεις δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί δημοσκοπικά”, ανέφερε.
Ερωτηθείς αν μια πιθανή εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ, μπορεί να αλλάξει τη στάση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ο δρ Έλληνας είπε ότι “μια εκλογή Τραμπ, που δεν είναι απίθανη, ενδεχομένως να ενισχύσει την ακροδεξιά στην Ευρώπη, διευρύνοντας την υπάρχουσα κανονικοποίηση του λόγου της. Θα έλεγα όμως πως η Ευρώπη έχει κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες στην άνοδο τέτοιων δρώντων. Έχουμε πολυκομματικά συστήματα, είναι πιο δύσκολο από ότι στις ΗΠΑ να έρθει κάποιος από το πουθενά και να βρεθεί Πρόεδρος της χώρας, υπάρχει η ΕΕ με τις δομές της και την ανάγκη για διαβούλευση και συναίνεση”, επεσήμανε.
Πρόσθεσε ότι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ίσως η θεσμική και θεσμοποιημένη προστασία από φαινόμενα που διαβρώνουν βασικές δημοκρατικές αρχές και θεσμούς, αλλά και τα κοινωνικά και τα πολιτειακά αντανακλαστικά σε προσπάθειες δημοκρατικής παλινδρόμησης.
“Άλλωστε, παρά την άνοδο της άκρας δεξιάς στις πλείστες ευρωπαϊκές χώρες, σε καμία δεν είχαμε το φαινόμενο της αμφισβήτησης και προσπάθειας βίαιας ανατροπής εκλογικών αποτελεσμάτων”, σημείωσε.