Το Δικαστήριο της ΕΕ απέρριψε αμετάκλητα τις προσφυγές της αεροπορικής εταιρείας Ryanair σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που εφάρμοσαν η Γαλλία και η Σουηδία την άνοιξη του 2020, εν μέσω της πανδημίας της COVID-19.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του ΔΕΕ, με έδρα το Λουξεμβούργο, η Ryanair προσέφυγε κατά της Κομισιόν, η οποία έχει την αρμοδιότητα να εγκρίνει μέτρα κρατικής στήριξης. Μεταξύ άλλων, η εταιρία θεώρησε πως τα μέτρα αποτελούσαν διάκριση και κατά της αρχής του ανταγωνισμού.
Οι αντιρρήσεις της εταιρείας αφορούσαν, πρώτον, μέτρο ενίσχυσης το οποίο η Γαλλία κοινοποίησε τον Μάρτιο του 2020 στην Κομισιόν, για αναστολή καταβολής του φόρου πολιτικής αεροπορίας και του φόρου αλληλεγγύης επί των αεροπορικών εισιτηρίων. Το μέτρο αυτό, που αφορούσε τις εταιρείες που είχαν άδεια λειτουργίας από τις γαλλικές αρχές, αφορούσε την αναστολή καταβολής των εν λόγω φόρων μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2021, και στη συνέχεια στη σταδιακή καταβολή τους εντός 24 μηνών, δηλαδή μέχρι το τέλους του 2022.
Η Ryanair είχε προσφύγει επίσης κατά μέτρου το οποίο η Σουηδία κοινοποίησε στην Επιτροπή τον Απρίλιο του 2020, και αφορούσε ενίσχυση υπό τη μορφή καθεστώτος εγγυήσεως δανείων, μέγιστου ποσού πέντε δισεκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (SEK), για τη στήριξη των αεροπορικών εταιρειών που κατείχαν άδεια των σουηδικών αρχών.
Η εταιρεία προσέβαλε τις αποφάσεις της Κομισιόν να εγκρίνει τα μέτρα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα ενίσχυσης ήταν σύμφωνα με το δίκαιο της EE και απέρριψε τις προσφυγές.
Σύμφωνα με το ΓΔΕΕ, το σουηδικό καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε προς το συμφέρον της ΕΕ, ενώ η αναστολή καταβολής φόρων την οποία εφάρμοσε η Γαλλία ήταν κατάλληλη για την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που είχε προκαλέσει η πανδημία και δεν συνιστούσε δυσμενή διάκριση.
Η Ryanair άσκησε προσφυγή ζητώντας αναίρεση της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ. Με τη σημερινή απόφαση το ΔΕΕ απορρίπτει όλα τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η εταιρεία και επικυρώνει τις αποφάσεις του ΓΔΕΕ.
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων ότι μια ενίσχυση δεν μπορεί να κριθεί ασύμβατη με την εσωτερική αγορά για λόγους που άπτονται αποκλειστικώς του επιλεκτικού χαρακτήρα της ενίσχυσης ή του ότι στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό.