Μια λέξη που δεν ακούστηκε από ένα τραγούδι τεσσαρακονταετίας, είναι ικανή να ανοίξει και πάλι τη συζήτηση για το κενό μεταξύ κριτικής και λογοκρισίας. Στο «Πάμε στον Αδωνι για καφέ», που ερμήνευσε η Αλκηστις Πρωτοψάλτη σε συναυλία της την περασμένη Τρίτη, η λέξη «χοντρή» απαλείφθηκε, πιθανόν σε μια προσπάθεια της καλλιτέχνιδος να αποφύγει τον στιγματιστικό λόγο που στρέφεται γύρω από την ντροπή για το σώμα (body shaming).
Η κίνηση αυτή, δηλαδή η απαλοιφή στοιχείων που αμφισβητούν την πολιτική ορθότητα της εποχής, έχει συνδεθεί και με την κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture), δηλαδή την απόσυρση υποστήριξης (με τη μορφή έντονης κριτικής, μποϊκοτάζ, κ.ά.) οποιουδήποτε καλλιτέχνη, δημόσιου προσώπου, influencer ή ακόμα και εταιρείας, των οποίων οι απόψεις κρίνονται απαράδεκτες ή προσβλητικές.
Θα μπορούσε η Αλκηστις Πρωτοψάλτη να είχε φοβηθεί μια τέτοια αντίδραση από το κοινό της αν συνέχιζε να τραγουδάει για τη «χοντρή νευρικιά» που πάει στον Αδωνι για καφέ, ή η παρέμβασή της στο τραγούδι είναι, ούτως ή άλλως, μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Το παράδοξο
Η επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αγγελική Γαζή, συνδέει τη στιχουργική παρέμβαση της καλλιτέχνιδος περισσότερο με αυτή που καλείται «κουλτούρα της αφύπνισης» (woke culture). «Η συζήτηση και ο όρος ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ως αφύπνιση/επαγρύπνηση για οτιδήποτε που σχετίζεται με το φύλο, τη φυλή, τη διαφορετικότητα, δεν συμπεριλαμβάνεται (στη δημόσια συζήτηση) και δεν το αποδεχόμαστε», λέει στην «Κ». «Η καλλιτέχνις αφαίρεσε ένα συγκεκριμένο όρο, που εκτιμώ ότι για εκείνη σήμαινε ότι δεν είναι συμπεριληπτικός και δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει μια λέξη που να προκαλεί ντροπή σε ορισμένα άτομα».
Είναι ένα ερώτημα αν η συμπερίληψη περνάει μέσα από την απαλοιφή των όρων ή μέσα από την απενοχοποίησή τους και επομένως την εδραίωσή τους στον δημόσιο λόγο.
Στο σημείο αυτό αναδύεται μια ενδιαφέρουσα αμφισημία. «Το να χρησιμοποιήσουμε τον όρο “χοντρή” σημαίνει ότι δεν αποδεχόμαστε τι είναι διαφορετικό ή μήπως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο;» διερωτάται η επίκουρη καθηγήτρια. «Εχει αυτό το παράδοξο η κουλτούρα της αφύπνισης: από τη μία είμαστε σε μια εποχή που προβάλλεται η ατομικότητα και πρέπει να αποδεχόμαστε την όποια ταυτότητα και να αναδεικνύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου και από την άλλη όσο προκρίνεται η ατομική ταυτότητα απομειώνεται η κοινωνική. Να συμπεριληφθούμε, ναι, αλλά πού να συμπεριληφθούμε;» προσθέτει.
Τα όρια μεταξύ λογοκρισίας και προσπάθειας συμπερίληψης της διαφορετικότητας μπορεί να γίνουν δυσδιάκριτα, αλλά είναι ένα ερώτημα αν η συμπερίληψη περνάει μέσα από την απαλοιφή των όρων ή μέσα από την απενοχοποίησή τους και επομένως την εδραίωσή τους στον δημόσιο λόγο. Πάντως, σημαντικό παραμένει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργείται το αντικείμενο της κριτικής. «Ενα έργο καλλιτεχνικό και οποιοδήποτε επικοινωνιακό συμβάν δεν πρέπει να τοποθετείται έξω από το κοινωνικό, πολιτιστικό, οικονομικό πλαίσιο στο οποίο έχει δημιουργηθεί», λέει η κ. Γαζή φέρνοντας σαν παράδειγμα τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του ελληνικού κινηματογράφου, που σήμερα φαντάζουν το λιγότερο ξεπερασμένες.
Δεν μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν
«Δεν μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία και να διορθώσουμε κάθε είδους ντοκουμέντο όπως το έχει περιγράψει ο Τζορτζ Οργουελ στο 1984, αλλά μπορούμε να διαβάζουμε το παρελθόν με σύγχρονη ματιά. Δεν μπορούμε όμως να το σβήσουμε. Οι επόμενες γενιές μετά δεν θα βρουν κάτι. Θα τους εμποδίσει αυτό από το να δημιουργήσουν νέες προκαταλήψεις;», λέει στην «Κ» ο Παντελής Βατικιώτης, επίκουρος καθηγητής και δ/ντής του εργαστηρίου δημοσιογραφίας (J-LAB) του τμήματος Επικοινωνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Μετά και την παραδοχή του συνθέτη του τραγουδιού, Σταμάτη Κραουνάκη, ότι η ερμηνεύτρια έχει δικαίωμα να αλλάξει το κομμάτι, ο κ. Βατικιώτης αναδεικνύει και αυτή τη λειτουργία ως μέρος μιας γόνιμης καλλιτεχνικής πράξης που ανοίγει τελικά μια συζήτηση. «Μπορεί να το βρήκε ως αφορμή η καλλιτέχνιδα να ανοίξει μια συζήτηση για το body shaming στο σήμερα και να το έκανε με αυτόν τον τρόπο. Πρέπει να επιτρέπεται στον ερμηνευτή ή στο κοινό να επαναδιαπραγματευτεί κάτι ως νόημα», τονίζει.
Μπορεί, πράγματι, αυτή να μην είναι μια συζήτηση που να μην εμπίπτει στην κατηγορία των διάφορων «κουλτουρών», που περιγράφουν τις τάσεις του σήμερα. Οι καλλιτέχνες μπορούν να επιδρούν διαχρονικά στα έργα, να τα μεταβάλλουν και να τα επικαιροποιούν. Αυτή μοιάζει να είναι μια λειτουργία εγγενής στην καλλιτεχνική δημιουργία και απέχει από τη «γομολάστιχα» που συχνά χρησιμοποιούν οι διάφορες κουλτούρες έντονης κριτικής στα πολιτισμικά προϊόντα του παρελθόντος.