Ήταν αυθόρμητη και όχι σχεδιασμένη η εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931, αναφέρει στο ΚΥΠΕ ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), προβαίνοντας σε μια αποτίμηση της εξέγερσης με την ευκαιρία της 92ης επετείου από την εκδήλωσή της.
Αναφερόμενος στα γεγονότα που οδήγησαν στην εξέγερση του 1931, ο κ. Χατζηβασιλείου κάνει λόγο για «συνδυασμό πολλών και διαφορετικών πραγμάτων». Ως πρώτη αιτία αναφέρει την απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων για τη διατήρηση της Κύπρου στη βρετανική κυριαρχία ένεκα της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923 παρά τις προσδοκίες τους για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, προσθέτοντας ότι η ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του αγγλικού στέμματος το 1925 επιβάρυνε το κλίμα στην Κύπρο.
Μια ακόμη αιτία της εξέγερσης, σύμφωνα με τον κ. Χατζηβασιλείου, είναι η μεταρρύθμιση και η αλλαγή των συσχετισμών στο κυπριακό Νομοθετικό Συμβούλιο, βάσει της οποίας οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν ένα σύστημα εκπροσώπησης με τρόπο ώστε να μετατρέψουν τη συντριπτική πλειοψηφία (δηλαδή τους Ελληνοκυπρίους) σε κοινοβουλευτική μειοψηφία. Αυτό, όπως εξηγεί στο ΚΥΠΕ, «πείθει ένα μεγάλο μέρος των Ελληνοκυπρίων που ήταν υπέρ της σταδιακής μετάβασης στην Ένωση ότι αυτή η μεταρρύθμιση δεν είναι πραγματική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση».
Επιπλέον, ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου υπογραμμίζει τη μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση που μάστιζε και την Κύπρο, συνεπεία και της παγκόσμιας κρίσης του 1929, και που ενέτεινε τη δυσφορία του κόσμου. Ακόμη, σημειώνει την πρόθεση των Βρετανών να ελέγξουν την εκπαίδευση των Ε/κ, ειδικά την πρωτοβάθμια, κάτι που – όπως εξηγεί – έγινε αντιληπτό από τους Ε/κ ως προσπάθεια αποεθνικοποίησης της ελληνικής παιδείας.
Όλα αυτά, επισημαίνει, «οδήγησαν στην εκδήλωση της εξέγερσης, η οποία, με βάση την έκταση και την έντασή της, πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι αυθόρμητο και όχι ως κάτι σχεδιασμένο».
Κληθείς από το ΚΥΠΕ να αξιολογήσει τη στάση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Αγγλίας απέναντι στην εξέγερση, ο κ. Χατζηβασιλείου τονίζει ότι η Τουρκία, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, είχε φτάσει στο σημείο να ενθαρρύνει τη μετανάστευση των Τ/Κ στην Τουρκία, μια προσπάθεια που η βρετανική αποικιακή διοίκηση της Κύπρου προσπάθησε να ανακόψει, στο πλαίσιο της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε».
Από την πλευρά της, η Βρετανία κατέπνιξε πολύ σκληρά την εξέγερση, σημειώνει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου. Όπως εξηγεί, η Βρετανία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ενώ είχε επεκταθεί εδαφικά στη Μέση Ανατολή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα στην Ινδία και σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας. Επομένως, η αποικιακή δύναμη δεν ήταν διατεθειμένη σε καμία περίπτωση να κάνει παραχωρήσεις, παρά το γεγονός ότι ο τότε διοικητής της Κύπρου, Ρόναλντ Στορς, ήταν φιλικός προς τον ελληνικό πολιτισμό της Κύπρου, αναφέρει ο κ. Χατζηβασιλείου.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, επισημαίνει ότι η εξέγερση ενθαρρύνθηκε από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας, τον κυπριακής καταγωγής Αλέξη Κύρου, αλλά αποδοκιμάστηκε με πολύ έντονο τρόπο από τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει λύση στην Κύπρο μέσω της σύγκρουσης με τους Βρετανούς και συμβούλευε τους Ελληνοκυπρίους ότι μόνο μέσω της συνεργασίας με τους Βρετανούς θα μπορούσαν να ωθήσουν τα πράγματα σε μια εξελικτική πορεία προς την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο «σκληρός ρεαλισμός» του Βενιζέλου, όπως λέει στο ΚΥΠΕ ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, αποτέλεσε την αιτία για την εμφάνιση ενός μόνιμου ρήγματος ανάμεσα στον βενιζελισμό και το κυπριακό ενωτικό κίνημα, το οποίο δεν έβλεπε τότε την Τουρκία ως απειλή στην επιδίωξή του για ένωση με την Ελλάδα.
Αναφερόμενος στις συνέπειες της εξέγερσης του 1931 για τους Κυπρίους, ο κ. Χατζηβασιλείου σημειώνει ότι η Βρετανία εφάρμοσε μια «εξαιρετικά καταπιεστική πολιτική» καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930, η οποία έχει μείνει στη μνήμη ως «Παλμεροκρατία». Όπως εξηγεί, «οι Βρετανοί θεώρησαν ότι έπρεπε να αντιδράσουν με υπέρμετρη σκληρότητα, ώστε να μην επεκταθούν τέτοιες αναταραχές στην Κύπρο ή σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας». Προσθέτει ότι οι Βρετανοί εστίασαν στον τομέα της εκπαίδευσης, αφαιρώντας την πρωτοβάθμια εκπαίδευση από τον έλεγχο των Ε/κ και προσπαθώντας να την αποεθνικοποιήσουν, κάτι που ήταν «λάθος», όπως δηλώνει στο ΚΥΠΕ.
Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου κάνει λόγο για μια εποχή κατά την οποία η βρετανική διοίκηση υιοθέτησε μια σκοτεινή αντίληψη για τα πράγματα, η οποία είναι εμφανής και σε βρετανικά έγγραφα. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι Ελληνοκύπριοι έπρεπε να πιεσθούν και να πεισθούν να διακόψουν δεσμούς με την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό. Τη δεκαετία του 1930, προσθέτει, μεσουρανούσε η αντίληψη των διοικητών ως «κοινωνικών μηχανικών» που μπορούν να διαπλάσουν τις κοινωνίες και τις ταυτότητές τους.
«Η απογοήτευση των Ε/κ από τη μη επίτευξη της Ένωσης μετά το 1945, η μνήμη της παρεμβατικής πολιτικής των Βρετανών στην ταυτότητα των Ε/κ εξόργισαν ακόμη περισσότερο τους Ελληνοκυπρίους, κάνοντάς τους έτοιμους για σύγκρουση με τους Βρετανούς αργότερα», εξηγεί.
Κληθείς να αποτιμήσει τη σημασία των Οκτωβριανών στον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ο κ. Χατζηβασιλείου αναφέρει στο ΚΥΠΕ ότι «είναι η πρώτη φορά που γίνεται σύγκρουση των Ε/κ με τη Βρετανία». Σημειώνει ακόμη ότι η καταπιεστική πολιτική της Βρετανίας σε θέματα ταυτότητας ωθεί ένα μεγάλο κομμάτι των Ελληνοκυπρίων σε αντίληψη αναμέτρησης με τους Βρετανούς.
«Η εξέγερση και τα όσα επακολούθησαν δημιούργησαν ένα υπόβαθρο σύγκρουσης, το οποίο σε συνδυασμό με τη μη ευόδωση της Ένωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμόρφωσαν μια ακόμα πιο οργισμένη και απογοητευμένη ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη», υπογραμμίζει. «Η εξέγερση του 1931 δημιουργεί τάσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με την αντιδραστική και μη ρεαλιστική πολιτική των Βρετανών θα οδηγήσουν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959», καταλήγει.