Σχεδόν ο ένας στους τέσσερις ανθρώπους παγκοσμίως ενδέχεται να μην έχει εμβολιαστεί εναντίον του νέου κορωνοϊού πριν από το 2022 τουλάχιστον, διότι οι πλουσιότερες χώρες, στις οποίες αναλογεί λιγότερο από το 15% του πληθυσμού του πλανήτη, έχουν δεσμεύσει το 51% των δόσεων των πιο υποσχόμενων εμβολίων, τόνισαν ερευνητές χθες Τρίτη.
Τα κράτη με χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα, όπου ζει το υπόλοιπο 85% του πληθυσμού της υφηλίου, θα πρέπει να αρκεστούν στην εναπομείνασα ποσότητα, αναφέρει μελέτη που εκπόνησαν ερευνητές της σχολής δημόσιας υγείας Μπλούμπεργκ του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ.
Για να υπάρξει αποτελεσματική αντίδραση στην πανδημία, απαιτείται οι πλουσιότερες χώρες να “μοιραστούν” τα εμβόλια, να διασφαλίσουν τη “δίκαιη κατανομή των εμβολίων σε όλο τον κόσμο”, υπογράμμισαν οι ερευνητές.
“Η αβεβαιότητα για την παγκόσμια πρόσβαση στα εμβόλια οφείλεται όχι μόνο στο ότι οι κλινικές δοκιμές συνεχίζονται ακόμη, αλλά και στο ότι οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες που παράγουν τα εμβόλια δεν δείχνουν περισσότερη διαφάνεια” ως προς τις συμφωνίες που κλείνουν, συνεχίζει το κείμενο των ερευνητών του Τζονς Χόπκινς.
Ως τη 15η Νοεμβρίου, τα κράτη με τα υψηλότερα εισοδήματα είχαν ήδη κάνει προπαραγγελίες 7,5 δισεκατομμυρίων δόσεων εμβολίων που παράγουν 13 φαρμακευτικές βιομηχανίες, σύμφωνα με τη μελέτη.
Ανάμεσα στις χώρες αυτές είναι η Ιαπωνία, η Αυστραλία και ο Καναδάς – οι τρεις τους έχουν κάνει προπαραγγελίες για πάνω από 1 δισεκατομμύριο δόσεις, μολονότι καταγράφουν ποσοστό μικρότερο από το 1% των ενεργών κρουσμάτων, επισήμαναν οι ερευνητές. Ακόμη κι αν οι μεγαλύτερες βιομηχανίες που κατασκευάζουν εμβόλια φθάσουν στο μέγιστο των παραγωγικών τους δυνατοτήτων, σχεδόν το 25% του παγκόσμιου πληθυσμού ενδέχεται να μην έχει ανοσοποιηθεί προτού περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος, αν όχι μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, προειδοποιούν οι ερευνητές.
Η οργάνωση People`s Vaccine Alliance έκρινε την περασμένη εβδομάδα ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες θα όφειλαν να μοιραστούν την τεχνολογία και την πνευματική ιδιοκτησία τους μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ώστε να μπορούν να παραχθούν περισσότερες δόσεις εμβολίων.
Οι ερευνητές του Τζονς Χόπκινς θύμισαν πως ο μηχανισμός COVAX, το παγκόσμιο πρόγραμμα εμβολιασμού εναντίον του SARS-CoV-2 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο, εγγυώμενος δικαιότερη πρόσβαση στα εγκεκριμένα εμβόλια, αλλά ως τώρα αυτό το στάδιο έχει εξασφαλίσει 500 εκατομμύρια δόσεις, αριθμό υποτετραπλάσιο από τον στόχο του, που είναι να διανείμει τουλάχιστον 2 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων μέχρι το τέλος του 2021.
Το πρόγραμμα, που αναγγέλθηκε τον Απρίλιο, έχει σκοπό να συγκεντρωθούν κεφάλαια από τις πλουσιότερες χώρες και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και η παραγωγή εμβολίων εναντίον του νέου κορωνοϊού και να εξασφαλιστεί η διανομή τους με δίκαιο τρόπο σε όλο τον κόσμο.
Ως τώρα, έχει συγκεντρώσει τη μισή χρηματοδότηση που χρειάζεται, ενώ οι ΗΠΑ και η Ρωσία – χώρες κλειδιά στην ανάπτυξη και την παραγωγή εμβολίων – δεν έχουν ενταχθεί σ` αυτό, επισημαίνεται στη μελέτη των ερευνητών του Τζονς Χόπκινς.
Σε μια άλλη εξέλιξη, η Αμερικανική Υπηρεσία Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε χθες ότι ενέκρινε την εμπορία στις ΗΠΑ του πρώτου τεστ Covid-19 στο σπίτι και χωρίς ιατρική συνταγή.
Η έγκριση του τεστ, το οποίο θα μπορεί να ανιχνεύσει την παρουσία του ιού σε 20 λεπτά και θα πωλείται περίπου 30 δολάρια, είναι ένα “πολύ μεγάλο βήμα” στη μάχη κατά του νέου κορωνοϊού, επισήμανε ο επικεφαλής της FDA Στίβεν Χαν. Το τεστ κατασκευάζει η εταιρεία με έδρα την Καλιφόρνια Ellume, η οποία προβλέπει να προωθήσει στην αγορά τρία εκατομμύρια μονάδες τον Ιανουάριο και κατόπιν εκατομμύρια επιπλέον τους επόμενους μήνες.
Πρόκειται για ένα τεστ αντιγόνου, κάτι που σημαίνει πως ανιχνεύει ένα μόριο που βρίσκεται στην επιφάνεια του κορωνοϊού. Τα τεστ PCR αναζητούν το γενετικό υλικό του ιού.
Το τεστ Ellume χρησιμοποιεί μια ρινική μπατονέτα, όχι όμως τόσο μακριά όσο εκείνη που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας ιατρικής εξέτασης. Είναι επομένως λιγότερο επώδυνη να τη χρησιμοποιεί ο ίδιος ο ασθενής.
Σύμφωνα με τη FDA, αναγνωρίζει σωστά το 96% των θετικών δειγμάτων και το 100% των αρνητικών δειγμάτων στους ανθρώπους με συμπτώματα της νόσου.
Τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα σε περίπου 20 λεπτά και δίνονται μέσω μιας εφαρμογής, που ζητάει από τους χρήστες τον ταχυδρομικό κώδικά τους και την ημερομηνία γέννησής τους, προκειμένου να στείλουν τα δεδομένα στις δημόσιες υγειονομικές αρχές. Το να δώσει κανείς το όνομά του και τη διεύθυνσή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του είναι προαιρετικό.
Για να αναπτύξει το τεστ, η Ellume έλαβε χρηματοδότηση ύψους 30 εκατομμυρίων δολαρίων από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ.