Ο έκτακτος φόρος με ανώτατο όριο το 0,1% του ενεργητικού των τραπεζών που επέβαλε η Ρώμη εξακολουθεί να είναι σημαντικός, εξηγεί η Citi. «Μετά την πτώση του ιταλικού χρηματιστηρίου, η κυβέρνηση έσπευσε να διευκρινίσει ότι η εισφορά θα έχει ανώτατο όριο το 0,1% του ενεργητικού κάθε ιδρύματος, γεγονός που συνεπάγεται ανώτατο όριο συνολικού κόστους 4 δισ. ευρώ (ή 0,2% του ΑΕΠ).
Τα μεγέθη είναι μικρά νούμερα για τον προϋπολογισμό, αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικά σε σχέση με τα συνολικά κέρδη των τραπεζών», επισημαίνει η τράπεζα. Σε χθεσινό report η Citi είχε χαρακτηρίσει το μέτρο με τον πρόσθετο φόρο ως μια λαϊκιστική (populist) κίνηση που δεν δημιουργεί κίνητρα για την αύξηση του δανεισμού/NII στο β’ εξάμηνο, και θα μπορούσε να δει μια απότομη αύξηση του beta των καταθέσεων στη χώρα.
«Μετά την απροσδόκητη ανακοίνωση ενός έκτακτου φόρου 40% επί των καθαρών εσόδων από τόκους των τραπεζών που οδήγησε σε βουτιά το ιταλικό χρηματιστήριο χθες, η κυβέρνηση έσπευσε να διευκρινίσει ότι η εισφορά θα έχει ανώτατο όριο το 0,1% του ενεργητικού κάθε ιδρύματος και ότι δεν θα επηρεαστούν όλες οι τράπεζες με τον ίδιο τρόπο, με μικρότερο πλήγμα για εκείνες που έχουν ήδη μετακυλήσει υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμη λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της φορολογικής βάσης της νέας εισφοράς (δηλαδή ποια “πρόσθετα κέρδη” θα υπόκεινται στον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή), η διευκρίνιση της κυβέρνησης συμβάλλει στη μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με τον αντίκτυπο στο σύνολο του συστήματος. Ωστόσο, εκτιμούμε ότι ο αντίκτυπος παραμένει σημαντικός», συνεχίζει η Citi.
Το ενεργητικό των ιταλικών τραπεζών ανέρχεται σε 3,8 τρισ. ευρώ περίπου (στοιχεία της Τράπεζας της Ιταλίας από τον Ιούνιο), γεγονός που σημαίνει ότι το ανώτατο όριο του συνολικού κόστους για το σύστημα ανέρχεται σε 3,8 δισ. ευρώ (ή 0,2% του ΑΕΠ). Αυτό είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνο με τις αρχικές εκτιμήσεις που αναφέρθηκαν από τα τοπικά μέσα ενημέρωσης χθες.
«Πρόκειται για σχετικά μικρά ποσά για να κάνουν σημαντική διαφορά στους διαθέσιμους πόρους για τον προϋπολογισμό του 2024 -που θα καταρτιστεί τον Σεπτέμβριο- αλλά για σημαντικά ποσά σε σχέση με τα κέρδη των ιταλικών τραπεζών (τα κέρδη σε επίπεδο συστήματος το 2022 ανήλθαν σε 24 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ιταλίας)», εκτιμά η τράπεζα.
Ο εφιάλτης της θερινής νυκτός για τις Ιταλικές τράπεζες
Η εισφορά θα δημιουργήσει ένα κίνητρο για την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων αλλά και πιθανώς για την περαιτέρω σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Η εισφορά θα πρέπει να καταβληθεί τον Ιούνιο του 2024. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι τα έσοδα από το νέο φόρο θα χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη των αγοραστών πρώτης κατοικίας και των κατόχων ενυπόθηκων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο.
«Δεν υπάρχουν ακόμη πλήρεις λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του φόρου (ο οποίος είναι σημαντικός για την αξιολόγηση των επιπτώσεων) και θεωρούμε ότι ο φόρος αυτός είναι αρνητικός για τον κλάδο και μια πρόσθετη μεταβλητή που θα προσθέσει αβεβαιότητα στον κίνδυνο της χώρας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένο κόστος ιδίων κεφαλαίων.
Σημειώνουμε επίσης την απουσία του Ιταλού Υπουργού Οικονομικών και του Ιταλού Πρωθυπουργού στη χθεσινοβραδινή συνέντευξη Τύπου, με το μέτρο να παρουσιάζεται μόνο από τον κ. Salvini (αρχηγός του κόμματος Lega Nord, αναπληρωτής Πρωθυπουργός και Υπουργός Υποδομών). Δεδομένης της δήλωσης περί αυξημένων προοπτικών NII κατά τη στιγμή των αποτελεσμάτων του 1ου εξαμήνου, ο φόρος αυτός φαίνεται να αποτελεί αρνητική είδηση και για τις εταιρείες, όχι μόνο για την αγορά», σημειώνει η αμερικανική τράπεζα.
Πηγή: Euro2day.gr