Στις 7 Ιουλίου Ι936 γεννήθηκε ο Νίκος Ξυλούρης, μία από τις σημαντικότερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού του 20ου αιώνα, ο «Αρχάγγελος της Κρήτης», όπως τον χαρακτήρισαν.
Ξεκίνησε από μικρή ηλικία να παίζει λύρα και να τραγουδάει και ακολουθώντας μια σταθερή πορεία, όπου κι αν τραγούδησε μάγεψε το κοινό του, σε πανηγύρια και μουσικά κέντρα της Κρήτης, σε μουσικά κέντρα και σκηνές της Αθηνάς, σε πολυπληθείς συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60 ως και τον πρώορο θάνατό του το 1980, πριν συμπληρώσει το 44ο έτος της ηλικίας του, με την σπάνια ερμηνευτικότητά του έδωσε μια νέα ορμή στο κρητικό και εν γένει παραδοσιακό τραγούδι, ενώ τα τραγούδια του εμψύχωσαν και ενέπνευσαν τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Στις 30 Μαρτίου του 1972, έχοντας συμπληρώσει περίπου έναν χρόνο από την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ο Νίκος Ξυλούρης θα μιλήσει στον Κώστα Πάρλα και «ΤΟ ΒΗΜΑ». Σε αυτήν δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον συνθέτη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορέια του Ξυλούρη.
Η γνωριμία με τον Μαρκόπουλο
«Είχαμε γνωριστή πριν από 15 χρόνια στην Κρήτη. Με είχε ακούσει να τραγουδάω, και είχε ενθουσιαστή. Πέρσι τον είδα μπροστά μου στ’ Ανώγια. Ούτε που τον γνώρισα, με τα γένεια.
»Ήθελε να με πάρη στην Αθήνα, να του τραγουδήσω ένα έργο. Δεν καταλάβαινα και πολύ τι ήθελε, νόμιζα ότι μου μίλαγε για έργο κινηματογραφικό. Έφυγέ και το ξέχασα. Άρχισε όμως να μου τηλεφωνά κάθε μέρα και να με καλή για πρόβες. Τελικά πήγα. Και μα το Θεό, και στις πρόβες ακόμα, δεν πίστευα ότι θα έβγαζα μεγάλο δίσκο».
Ο δίσκος αυτός ήταν το «Χρονικό», ο οποίος και έκανε τον Ξυλούρη γνωστό στο ευρύ κοινό. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι καθημερινές του εμφανίσεις στην Αθήνα, στη μπουάτ «Λήδρα» στην Πλάκα. Στην ερώτηση αν φθείρεται από αυτήν την καθημερινή ρουτίνα στην οποία είχε πλέον υποβάλλει τον εαυτό του και τη σχέστη του με το τραγούδι απαντά.
Η ρουτίνα του πάλκου
«Μ’ αρέσει αυτός ο κόμος που έρχεται να μας ακούση. Γιατί δείχνουν ότι ενδιαφέρονται για τη μουσική μας. Ίσως είναι αυτός ο λόγος που δεν κουράζομαι να τραγουδώ τα τραγούδια μου. Νοιώθω ότι κάθε βράδυ τα λέω με το ίδιο κέφι που τα είπα την πρώτη φορά.
»Πολλές φορές συμβαίνει νάμαι κακόκεφος ή κουρασμένος. Πριν βγω, νοιώθω λίγο ανήσυχος για το τι θα κάνω. Ε, λοιπόν, όταν βγω, και πιάσω το μικρόφωνο στο χέρι μου και δω τον κόσμο, τα ξεχνάω όλα: Ούτε κακοκεφιές, ούτε κούραση, ούτε τίποτε.
»Κι από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να μην σκέφτομαι το κοινό. Νοιώθω ότι έχω υποχρέωση σ’ αυτό. Δεν εχεί σημασία πόσοι σε ακούν εκείνη την στιγμή. Και ένας άνθρωπος να βρίσκεται στο μαγάζι, πρέπει να τραγουδάς όπως πάντα. Και ο ένας, μετά, όταν θα τελειώσης, θα σκεφτή τι άκουσε, θα σε κρίνη».
Στη συνέχεια της συνέντευξής του ο Νίκος Ξυλούρης εξηγεί γιατί δεν θα επέλεγε ποτέ να ασχοληθεί με ένα πιο εμπορικό και πιο ελαφρό είδος μουσικής.
«Αν τραγουδούσα σε άλλο κέντρο, ο κόσμος δεν θα ήταν ο ίδιος. Εκεί δεν πηγαίνουν και τόσο για ν’ ακούσουν την μουσική, όσο για να ξεσκάσουν. Μετα είναι και οι άνθρωποι που σε περιβάλλουν.
»Πάντοτε σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να έχω κάποιον συνθέτη σαν τον Μαρκόπουλο κοντά μου. Μαζί του δεν φοβάσαι ποτέ. Και τα παιδιά όλα: Ο Διακογιώργης με το σαντούρι του, οι τραγουδιστές οι άλλοι, η Δάφνη Ζούνη, η Μέμη Σπυράτου, ο Θέμης Ανδρεάδης, όλοι εξαίρετοι.
»Όλοι βοηθούν να κινούμαι στο πλαίσιο που θέλω. Γιατί έχω πάντοτε την ανησυχία για το ό,τι κάνω: Είναι καλό ή όχι, διερωτώμαι. Ανησυχώ για το πώς με βλέπει το κοινό. Και να σας πω ένα παράδειγμα;
»Η μόνη περίπτωση που νιώθω τρακ, είναι όταν το κοινό είναι πολύ ενθουσιώδες! Μόλις ακούσω πολλά χειροκροτήματα ή φωνές, βλέπω και αισθάνομαι το χέρι μου να τρέμη.
»Καταφέρνω να μην φαίνεται τίποτε στην φωνή μου. Αλλά το χέρι μου τρέμει…».
Το όνειρό του
Το μεγάλο όνειρο του Νίκου Ξύλουρη είχε σημείο αναφοράς τη μουσική και τον Γιάννη Μαρκόπουλο αλλά και κάτι άλλο.
«Πριν απ’ όλα θέλω να συνεχίσω να δουλεύω στον δρόμο που έχει αρχίσει ο Μαρκόπουλος, έναν δρόμο που πιστεύω. Μετά έχω κι ένα προσωπικό όνειρο: Με τις οικονομίες μου θα ήθελα να φτιάξω, πάνω στ’ Ανώγια, το χωριό μου, μια μάντρα.
»Μια μάντρα με πρόβατα. Να βάλω ανθρώπους να τα δουλεύουν, να φτιάχνουν ανθόγαλο, τυρί. Και τα καλοκαίρια, να πηγαίνω εκεί, και να κάθωμαι μαζί τους να δουλεύω και γω…Δεν ξέρεις τι ωραία είναι πάνω κει. Το βουνό, η ζωή κεί, όλα. Αυτό είναι τ’ όνειρό μου».
Οκτώ περίπου χρόνια μετά τη συνέντευξη αυτή ο Νίκος Ξυλούρης πέθανε. Είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του να συνεχίσει να δουλεύει και να δημιουργεί στον ίδιο δρόμο. Δεν πρόλαβε όμως να φτιάξει τη μάντρα που ονειρευόταν στ’ Ανώγια.