«Απόλυτη πλειοψηφία, μονοκομματική κυβέρνηση: Οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν ξανά στον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχυρή εντολή. Το χρειάζεται και αυτό. Γιατί η νέα κυβέρνηση πρέπει να εργαστεί μέσα από ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων», γράφει η γερμανική Handelsblatt, σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα. «Η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ εδώ και δύο χρόνια, ο προϋπολογισμός είναι ισορροπημένος και ο δείκτης χρέους μειώνεται. Αλλά οι συνέπειες της κρίσης δημόσιου χρέους της δεκαετίας του 2010 δεν έχουν τελειώσει», σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα και προσθέτει ότι «οι πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις εκκρεμούν ακόμη για τον επανεκλεγμένο πρωθυπουργό».
Η Handelsblatt τονίζει ότι «το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν θα φτάσει στα προ της κρίσης επίπεδα το νωρίτερο μέχρι το 2027. Προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω το δημόσιο χρέος, η χώρα χρειάζεται σταθερή ανάπτυξη και βιώσιμα δημοσιονομικά πλεονάσματα τις επόμενες δεκαετίες. Προϋπόθεση για αυτό είναι οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις. Πολλές από τις διαρθρωτικές αδυναμίες που έφεραν την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας πριν από μια δεκαετία δεν έχουν ακόμη επιλυθεί.
Αυτό οφείλεται κυρίως στις έκτακτες καταστάσεις που χαρακτήρισαν την πρώτη θητεία του Μητσοτάκη: πρώτα δεκάδες χιλιάδες μετανάστες πολιόρκησαν τα τουρκοελληνικά σύνορα για εβδομάδες και μετά η πανδημία βύθισε τη χώρα ξανά σε ύφεση. Μόλις τελείωσε, ήρθε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η έκρηξη στις τιμές της ενέργειας και ο πληθωρισμός. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια Μητσοτάκη κυριάρχησε σχεδόν συνεχώς η διαχείριση κρίσεων. Πολλά έμειναν πίσω.
Διευκόλυνση των επενδύσεων
Αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, η γερμανική εφημερίδα τονίζει ότι «το πιο σημαντικό σημείο είναι η διευκόλυνση των επενδύσεων. Από το 2019, οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί κατά 44%. Αλλά με μερίδιο 14% στο ΑΕΠ, εξακολουθούν να είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 23%.
Ο ισχυρότερος μοχλός της ελληνικής οικονομίας είναι η ιδιωτική κατανάλωση. Αντιπροσωπεύει τα δύο τρίτα του ΑΕΠ στην Ελλάδα, σε σύγκριση με το 50% κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Αυτό δεν είναι μια μηχανή βιώσιμης ανάπτυξης, όπως έδειξε η κρίση χρέους. Μακροπρόθεσμα, καμία χώρα δεν μπορεί να καταναλώσει περισσότερα από όσα παράγει.
Ο Μητσοτάκης μείωσε τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων από το 29 στο 22%. Δεν αρκεί όμως αυτό. Γι’ αυτό η επανειλημμένα αναβληθείσα δικαστική μεταρρύθμιση, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας και η καταπολέμηση της διαφθοράς, είναι σημαντικά βήματα για να γίνει η Ελλάδα πιο ελκυστική ως επενδυτικός τόπος.
Έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων
Η Ελλάδα εξακολουθεί να υποφέρει από τις συνέπειες του brain drain από τα χρόνια της κρίσης, όταν μετανάστευσαν εκατοντάδες χιλιάδες επιστήμονες και ειδικοί. Ένας τρόπος για να αντιστραφεί αυτή η τάση είναι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό θα έκανε τη χώρα ελκυστική για ειδικευμένους μετανάστες.
Αυτό απαιτεί συνταγματική τροποποίηση. Μέχρι στιγμής, τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης έχουν αρνηθεί να υποστηρίξουν. Θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ιδεολογικά υποκινούμενη άρνησή τους, όχι μόνο σε αυτό το σημείο», καταλήγει το σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας.