Ο Δημοκρατικός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων συναντώνται σήμερα για να συνεχίσουν τις πικρές διαπραγματεύσεις τους για το όριο του χρέους του ομοσπονδιακού κράτους.
Δεν απομένουν παρά λιγότερες από δέκα ημέρες προκειμένου τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία που θα επιτρέψει οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους.
Όμως οι συνομιλίες για την ώρα τουλάχιστον μοιάζουν να έχουν περιέλθει σε απόλυτο αδιέξοδο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Πρόοδο» στις συνομιλίες με το Κογκρέσο για δανεισμό βλέπει η ομάδα του Μπάιντεν
«Η θέση μου δεν έχει αλλάξει. Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να συνεχίσει να δαπανά χρήματα που δεν έχουμε», ανέφερε μέσω Twitter ο κ. Μακάρθι, ο πρωταγωνιστής από πλευράς Ρεπουμπλικάνων ως προς το ζήτημα αυτό, έπειτα από τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Δημοκρατικό αρχηγό του κράτους.
«Θα συναντηθούμε αύριο διά ζώσης για να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις», ανέφερε, πληροφορία που επιβεβαίωσε ο Λευκός Οίκος.
Ο κ. Μπάιντεν προειδοποίησε, επίσης μέσω Twitter, πως δεν πρόκειται να δεχτεί συμφωνία «που θα προστατεύει τις επιδοτήσεις αξίας δισεκατομμυρίων (δολαρίων) στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες βάζοντας ταυτόχρονα σε κίνδυνο την υγειονομική περίθαλψη 21 εκατομμυρίων Αμερικανών. Ή θα προστατεύει τα τεχνάσματα για την αποφυγή καταβολής φόρων από τους πλούσιους βάζοντας ταυτόχρονα σε κίνδυνο την επισιτιστική βοήθεια για 1 εκατομμύριο Αμερικανούς».
«Η Αμερική ποτέ δεν κήρυξε στάση πληρωμών στα χρέη της. Και δεν θα το κάνει ποτέ», πρόσθεσε αργότερα μέσα από το αεροσκάφος του, επιστρέφοντας από την Ιαπωνία, όπου συμμετείχε στη σύνοδο κορυφής της G7, στην Ουάσιγκτον.
«Απαράδεκτο»
Όπως σχεδόν όλες οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου, οι ΗΠΑ ζουν με πίστωση. Όμως υπάρχει μια αμερικανική ιδιαιτερότητα, και αυτή είναι το προνόμιο του Κογκρέσου να ψηφίζει για να εγκρίνει την αύξηση του μέγιστου δημόσιου χρέους που έχει δικαίωμα να φθάσει η κυβέρνηση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.
Φέτος οι Ρεπουμπλικάνοι αρνούνται να αυξήσουν το περίφημο «όριο» άνευ όρων: απαιτούν δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών για να δώσουν πράσινο φως. Οι Δημοκρατικοί το απορρίπτουν. Κάθε πλευρά κατηγορεί την άλλη πως ευθύνεται για αυτή την κατάσταση.
Ο Τζο Μπάιντεν επέκρινε έντονα χθες Κυριακή στην Ιαπωνία τις «ακραίες» αξιώσεις των Ρεπουμπλικάνων, τονίζοντας πως «μεγάλο μέρος εξ όσων έχουν ήδη προταθεί είναι απλούστατα, ειλικρινά, απαράδεκτο», εκτιμώντας μολαταύτα πως μπορεί ακόμη να βρεθεί λύση.
Είναι συνηθισμένο να συνάπτονται συμφωνίες της τελευταίας στιγμής για το ζήτημα, όμως ο χρόνος πιέζει για να αποφύγει η χώρα τον κίνδυνο να κηρύξει στάση πληρωμών.
Αυτή η κατάσταση άνευ προηγουμένου θα είχε δυνητικά καταστροφικές συνέπειες για την αμερικανική οικονομία, αν όχι και την παγκόσμια.
1η Ιουνίου
Η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα βρισκόταν σε αδυναμία όχι μόνο να πληρώνει λογαριασμούς και μισθούς, αλλά και τους ξένους πιστωτές της.
Για πρώτη φορά αυτοί που διακρατούν τα αξιόγραφα του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, που θεωρούνται τα ασφαλέστερα στις παγκόσμιες χρηματαγορές, δεν θα μπορούν να λάβουν τοκοχρεολύσια.
Αυτό θα συμβεί από την 1η Ιουνίου αν δεν αυξηθεί το όριο δανεισμού, προειδοποιεί εδώ και εβδομάδες η Αμερικανίδα Υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν.
Εξάλλου φάνηκε να αποκλείει το ενδεχόμενο καταφυγής στη 14η τροπολογία του Συντάγματος, στο οποίο έχει αναφερθεί ο Πρόεδρος Μπάιντεν και θεωρητικά θα μπορούσε να παρακάμψει την υποχρέωση να αυξηθεί το όριο δανεισμού από το Κογκρέσο.
Όμως δεν μοιάζει να μπορεί να «χρησιμοποιηθεί με τον προσήκοντα τρόπο σε αυτές τις περιστάσεις, με δεδομένη τη νομική αβεβαιότητα που την περιβάλλει και λαμβανομένης υπόψη της βραχείας προθεσμίας» για να βρεθεί λύση, είπε χθες η κ. Γέλεν.
«Μεγάλο βήμα προς τα πίσω»
Εκφραζόταν αισιοδοξία στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, μετά τη συνάντηση ηγετών των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων με τον Πρόεδρο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο.
Όμως η πρόταση που υποβλήθηκε την Παρασκευή από τους διαπραγματευτές των Ρεπουμπλικάνων αποτελούσε «μεγάλο βήμα προς τα πίσω», τόνισε η εκπρόσωπος της αμερικανικής προεδρίας Καρίν Ζαν-Πιερ, στηλιτεύοντας το «πακέτο ακραίων κομματικών διεκδικήσεων» που προβλήθηκε.
Ο κ. Μακάρθι επίσης έκανε λόγο το βράδυ του Σαββάτου για «βήμα πίσω στις διαπραγματεύσεις», αλλά από πλευράς Λευκού Οίκου, καταγγέλλοντας πως «η αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος» πλέον «κρατάει το πηδάλιο».
Αιτία του αδιεξόδου: Οι Ρεπουμπλικάνοι απαιτούν οι ομοσπονδιακές δαπάνες να μειωθούν, να επανέλθουν στο επίπεδο του 2022. Με άλλα λόγια, να περικοπούν δημόσιες δαπάνες 130 δισεκ. δολαρίων.
Πρόκειται για κόκκινη γραμμή για τους Δημοκρατικούς.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προτείνει να μειωθούν οι δαπάνες ενώ ταυτόχρονα θα αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές για τους πλουσιότερους Αμερικανούς και τις εταιρείες που ωφελούνται σήμερα από φοροαπαλλαγές ή επιστροφές φόρων. Οι Ρεπουμπλικάνοι το απορρίπτουν.