Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και μετά τη διπλή κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Signature Βank. Η Fed είχε προχωρήσει κανονικά στα σχέδιά της, κλείνοντας τα αυτιά σε φωνές που της ζητούσαν να κάνει πίσω. Και αυτό παρά το γεγονός ότι οι κλυδωνισμοί στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ οφείλονται ακριβώς στην άκρως επιθετική νομισματική σύσφιξη, που προωθεί η κεντρική τράπεζα. Η SVB οδηγήθηκε στον γκρεμό γιατί πήρε τις πλούσιες καταθέσεις των πελατών της και τις επένδυσε σε κρατικά ομόλογα, τα οποία όσο αυξάνονταν τα επιτόκια τόσο έχαναν την αξία τους. Η First Republic είδε τις καταθέσεις να διαρρέουν μαζικά, καθώς είχε ποντάρει επί χρόνια σε ένα μοντέλο τραπεζικής, βάσει του οποίου είχε συγκεντρώσει μεγάλα ποσά σε καταθέσεις από εύπορους πελάτες, προσφέροντας “5αστερες υπηρεσίες”, αλλά εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο. Αυτό λειτουργούσε όσο τα επιτόκια της Fed ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και το πάρτι του φθηνού χρήματος καλά κρατούσε. Όταν ανέβηκαν, δεν άντεξε στον ανταγωνισμό.
Οι 3 παράγοντες που οδηγούν την πολιτική Πάουελ
Γιατί λοιπόν δεν κάνει μία παύση ο Τζερόμ Πάουελ, να περιμένει να δει πώς θα εξελιχθούν πρώτα τα πράγματα με την τραπεζική κρίση; Πρώτον, γιατί δεν φοβάται μία συστημική τραπεζική κρίση. Πιστεύει ότι τα όποια προβλήματα θα περιοριστούν σε λίγες περιφερειακές τράπεζες.
Δεύτερον, γιατί οι αγορές έχουν εν πολλοίς προεξοφλήσει την κίνησή της. Είναι πάντα πιο εύκολο για μία κεντρική τράπεζα να αυξάνει τα επιτόκια, όταν οι αγορές το περιμένουν ήδη. Και αυτή τη στιγμή οι κινήσεις στις χρηματαγορές δείχνουν ότι οι traders δίνουν 80% πιθανότητες για μία αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης.
Ο τρίτος λόγος είναι το γεγονός ότι η Fed πραγματικά φοβάται τον πληθωρισμό. Παραμένει υπερδιπλάσιος του στόχου, παρά την αποκλιμάκωσή του και η λογική της κεντρικής τράπεζας είναι πως θα πλήξει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την οικονομία από μία ήπια ύφεση. Δεν είναι εύκολο όμως να ισορροπήσεις ανάμεσα στην αντιμετώπιση των δύο κινδύνων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και του 1980 η Fed χρειάστηκε να αμφιταλαντευτεί πολλές φορές ανάμεσα στην αύξηση των επιτοκίων για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και τη μείωση των επιτοκίων για να βγάλει την οικονομία από την ύφεση. Η πολιτική αυτή της διαρκούς αλλαγής ρότας αποδείχθηκε καταστροφική. Ούτε ο πληθωρισμός μειώθηκε αρκετά ούτε η οικονομία τονώθηκε όσο θα έπρεπε. Αυτή τη φορά είναι αποφασισμένη να κρατήσει σταθερό το τιμόνι. Αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι ούτε αυτή τη φορά εγγυημένα.