Η Επιτροπή Δεοντολογίας του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου διαβεβαιώνει πως βρίσκεται συνεχώς σε επαγρύπνηση και σε πλήρη συνεργασία με την Αστυνομία Κύπρου, στοχεύοντας στην προστασία των ασθενών και ευρύτερα της κοινωνίας από παράνομες πρακτικές ατόμων που παρουσιάζονται ψευδώς ως γιατροί.
Σε ανακοίνωση της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα απαράδεκτα φαινόμενα εκμετάλλευσης των πολιτών ουδέποτε θα γίνουν ανεκτά και ιδιαίτερα όταν αφορούν το ύψιστο αγαθό της υγείας κι ότι ουσιαστικά, ουδεμία ολιγωρία έχει επιδειχθεί και ουδεμία ανοχή σε κανένα φαινόμενο τσαρλατανισμού έχει υπάρξει από πλευράς του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου.
Καλεί όλους να επιδεικνύουν την ανάλογη υπευθυνότητα και σοβαρότητα στην κατάθεση καταγγελιών και να στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε εντυπώσεις, σημειώνοντας ότι στην μάχη αυτή απαιτείται συστράτευση και αλληλοϋποστήριξη καθώς ο στόχος είναι κοινός.
Σημειώνει ότι η παραπληροφόρηση ως προς την ουσία μιας καταγγελίας και ως προς τις διαδικασίες που ακολουθούνται προκαλεί αχρείαστο πανικό μεταξύ των πολιτών.
Αναφέρει ότι η καταγγελία της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ) περί γιατρών με πλαστά πιστοποιητικά, όπως έχει τεθεί ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας και όπως έχει αναπαραχθεί στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν περιγράφει με ακρίβεια τα πραγματικά γεγονότα γύρω από τις σχετικές υποθέσεις που εξετάζονται ήδη από την επιτροπή Δεοντολογίας του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ).
«Η δε καταγγελία στην ημερήσια διάταξη της Επιτροπής Υγείας της Βουλής, για τη συνεδρία ημερομηνίας 3.12.2020, ετέθη ως εξής: «…μη ορθή εφαρμογή των νομοθεσιών και της λειτουργίας των θεσμών που έχουν ταχθεί για την προστασία των πολιτών από γιατρούς με πλαστά πιστοποιητικά», σημειώνεται.
Δυστυχώς, συνεχίζει η Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι ενώπιον της Βουλής έχουν παρατεθεί τα πραγματικά γεγονότα, εντούτοις έχουμε παρατηρήσει την ανάδειξη εντυπώσεων και αβάσιμων ερμηνειών, ως δεδομένα.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας του ΠΙΣ, αναφέρει ότι το Ιατρικό Συμβούλιο διερεύνησε μία συγκεκριμένη υπόθεση που αφορούσε δύο ιατρούς, από την πρώτη στιγμή και επισταμένα. Η βάση της καταγγελίας που εξέτασε το Ιατρικό Συμβούλιο, ακολούθως το Διοικητικό Δικαστήριο και που μετά την έκδοση απόφασης εξετάζεται και από την Επιτροπή Δεοντολογίας του ΠΙΣ δεν αφορά πλαστά πιστοποιητικά.
«Τα συγκεκριμένα έγγραφα που κατατέθηκαν, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της δικής μας νομοθεσίας για αναγνώριση ειδικότητας. Γι’ αυτό και ανακλήθηκε η ιατρική ειδικότητα από πλευράς των δύο ιατρών. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυψε θέμα για πλαστά διπλώματα ή τσαρλατανισμό. Η καταγγελία που τέθηκε ενώπιον του Ιατρικού Συμβουλίου αφορούσε το κατά πόσον οι καταγγελλόμενες είχαν την ειδικότητα που παρουσίαζαν ότι είχαν», προστίθεται.
Το Ιατρικό Συμβούλιο, σημειώνεται, είχε τότε διαπιστώσει παραλείψεις και μη συμμόρφωση με τους απαιτούμενους χρόνους άσκησης της ιατρικής ειδικότητας. Το τι έκρινε το Ιατρικό Συμβούλιο, αναφέρεται, είναι ότι το συγκεκριμένο πτυχίο, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της δικής μας νομοθεσίας για την ειδικότητα. Γι’ αυτό και ανακλήθηκε μόνο η ειδικότητα τους.
Οι παραπονούμενες είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη αμφισβητώντας την απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου και το Διοικητικό Δικαστήριο δικαίωσε την απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή Δεοντολογίας του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου αναφέρει ότι όταν και εφόσον ένα ζήτημα εξετάζεται από τα δικαστήρια, αναμένει την έκδοση της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου και στην συνέχεια το θέτει ενώπιον της για διερεύνηση πιθανής διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, έστω και πρωτόδικη, η Επιτροπή Δεοντολογίας του ΠΙΣ έθεσε χωρίς καμία καθυστέρηση ενώπιον της το θέμα και έχει μάλιστα ορίσει Ερευνώντα Λειτουργό. Από την εξέταση της υπόθεσης θα καθοριστούν και οι επόμενες ενέργειες του ΠΙΣ, προστίθεται.
Άλλες πτυχές της εν λόγω υπόθεσης, που δεν είναι αρμοδιότητα του ΠΙΣ ή του Ιατρικού Συμβουλίου, εξετάζονται από την Αστυνομία, συμπληρώνεται.
Υπό διερεύνηση από τον ΠΙΣ βρίσκονται και άλλες υποθέσεις πιθανής χρήσης από ιατρούς ψευδών προσόντων, προερχόμενες είτε από καταγγελία που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας είτε από αυτεπάγγελτη διερεύνηση κατόπιν πληροφοριών που έλαβε η Επιτροπή.
Υπάρχει σαφής ανάγκη αναθεώρησης και εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας για να επιτευχθεί καλύτερος έλεγχος, διασφάλιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και αποτροπή φαινομένων εξαπάτησης του κοινού, καταλήγει η ανακοίνωση.