Αν επιχειρήσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει τη νέα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάση που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κυρίως τις μετέπειτα δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, θα διαπιστώσει ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα στη μάχη κατά του πληθωρισμού.
Και αυτό, γιατί θα αντιληφθεί ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις για νέες αυξήσεις επιτοκίων, με όλα τα αρνητικά συνακόλουθα στις οικονομίες
Αντιγράφω πέντε ενδεικτικά αποσπάσματα των δηλώσεων που έκανε η Λαγκάρντ την περασμένη Πέμπτη, μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων:
- Προχωρήσαμε σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης και αναμένουμε να τα αυξήσουμε περισσότερο, προκειμένου να πετύχουμε τον στόχο του 2% στον πληθωρισμό.
- Ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός, πολύ υψηλότερος από τον στόχο και αναμένουμε πως έτσι θα παραμείνει για μεγάλο διάστημα.
- Το επίπεδο στο οποίο η αγορά θεωρεί ότι θα κορυφωθούν τα επιτόκια (3-3,2%), δεν επαρκεί για να μειωθεί ο πληθωρισμός.
- Ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 8,4% το 2022 και στη συνέχεια θα υποχωρήσει στο 6,3% το 2023.
- Η παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται λόγω της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και της άδικης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Από τα πιο πάνω συνάγεται αφενός ότι υπάρχει δυστοκία στη συγκράτηση του πληθωρισμού και αφετέρου ότι η ΕΚΤ δεν έχει άλλα όπλα στη φαρέτρα της για να πολεμήσει της πληθωριστικές πιέσεις. Εμμένει στην αύξηση των επιτοκίων θεωρώντας αυτή τη λύση ως το μοναδικό εργαλείο για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Την ίδια ώρα παραδέχεται τη συρρίκνωση της οικονομίας, αλλά την αποδίδει στην αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία κι΄ όχι στις ανισορροπίες που δημιούργησε ο πληθωρισμός.
Όπως, όμως, έγραψα ξανά σ΄ αυτή τη στήλη, οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων σ΄ αυτή την οικονομική συγκυρία και υπ΄ αυτές τις συνθήκες, δεν θεωρούνται το καλύτερο γιατρικό. Και αυτό, αφ΄ ενός γιατί η αύξηση του πληθωρισμού δεν προέρχεται από αύξηση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και αφ΄ ετέρου γιατί σήμερα κράτη, οργανισμοί, επιχειρήσεις και νοικοκυριά είναι εκτεθειμένοι σε υψηλά χρέη και μεγάλα δάνεια.
Αυξάνοντας συνεχώς το ύψος των επιτοκίων, μπορεί να περιορίζεται η ζήτηση και να συμπιέζονται κάποιες τιμές, αλλά την ίδια ώρα αυξάνονται τα προβληματικά δάνεια, μειώνεται η ζήτηση για νέο δανεισμό, επηρεάζεται η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις και στο τέλος υποχωρεί η ανάπτυξη. Ακόμα συμπιέζεται περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Δεν ξέρουμε κατά πόσον η ΕΚΤ αποφάσισε ότι είναι προτιμότερο να αναστατώσει τόσο πολύ την πραγματική οικονομία, παρά να υπάρχει ένα ύψος πληθωρισμού, όμως, με αυτή την εκβιαστική τακτική που ακολουθεί, ίσως αποτύχει.
Ήδη, οι αναλυτές που παρακολουθούν τις κινήσεις της ΕΚΤ χαρακτήρισαν την απόφαση της περασμένης Πέμπτης περισσότερο πολιτική, παρά στηριγμένη σε οικονομικά δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι απορούν με τους τρόπους που προσπαθεί να μειώσει τον πληθωρισμό η ΕΚΤ
Δεν ξέρουμε τι πρόκειται να γίνει στο άμεσο μέλλον, όμως αν συνεχιστούν έτσι τα πράγματα, διαβλέπουμε τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος θα υπονομεύσει την ανάπτυξη των οικονομιών. Ήδη, οι προβλέψεις για ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι καλές και οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν επιβράδυνση.
Ερχόμενοι στα δικά μας, που επηρεάζονται άμεσα από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια, προβλέπουμε ότι οι Τράπεζες θα αυξήσουν κι΄ άλλο τα επιτόκια, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα καταβάλλουν υψηλότερες δόσεις για τα δάνεια τους, τα προβληματικά δάνεια ίσως να αυξηθούν, οι επενδύσεις να περιοριστούν και η οικονομία θα παρουσιάσει πολύ χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι εξελίξεις αυτές, είναι ανησυχητικές, γιατί συνδυάζονται με τη συνέχιση της ρευστότητας της διεθνούς οικονομίας και το υψηλό ενεργειακό κόστος, που επικρατεί στις διεθνείς αγορές. Οπότε από την πλευρά μας, κάτι πρέπει να κάνουμε…
Ι. Ιωσήφ