Με καταμετρημένο το 97% των εγκύρων ψηφοδελτίων, τα κόμματα που υποστηρίζουν τον Βενιαμίν Νετανιάχου για το πρωθυπουργικό αξίωμα συγκεντρώνουν συνολικά τις 65 από τις 120 έδρες της Κνέσετ, ενώ τα κόμματα που υποστηρίζουν τον Γιαΐρ Λαπίντ εξασφαλίζουν 50 έδρες.
Η τελική κατανομή των εδρών στην Κνέσετ μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου έχει ως εξής: Λικούντ (Βενιαμίν Νετανιάχου) – 32 έδρες, Yesh Atid – Υπάρχει Μέλλον (Γιαΐρ Λαπίντ) – 24 έδρες, Θρησκευτικός Σιωνισμός (Μπετσαλέλ Σμότριτς και Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ) – 14 έδρες, Παράταξη Εξουσίας (Μπένι Γκαντς) – 12 έδρες, Shas – Υπερορθόδοξοι Σεφαραδίτες (Αριέ Ντέρι) – 11 έδρες, Εβραϊσμός της Τορά – Υπερορθόδοξοι Ασκεναζί (Μοσέ Γκάφνι) – 8 έδρες, Israel Beitenu – Ισραήλ το Σπίτι μας (Αβιγκντόρ Λίμπερμαν) – 5 έδρες, Ράαμ (Μανσούρ Αμπάς) – 5 έδρες, Χαντάς – Ταλ (Άιμαν Ούντε και Άχμαντ Τίμπι) – 5 έδρες, Κόμμα των Εργατικών (Μεράβ Μιχαέλι) – 4 έδρες.
Το αριστερό κόμμα «Μέρετς», που συμμετείχε στην απερχόμενη Κυβέρνηση, δεν κατάφερε να ξεπεράσει το ελάχιστο ποσοστό εισόδου στην Κνέσετ (3,25%) συγκεντρώνοντας το 3,19% των εγκύρων ψηφοδελτίων. Δεν εξέλεξε έδρα το αραβικό εθνικιστικό κόμμα «Μπάλαντ», το οποίο λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές αποσχίσθηκε από τον Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό του αριστερού κόμματος «Χαντάς» και του ισλαμιστικού «Ταλ» και τελικά συγκέντρωσε μόνο το 3,01%. Το κόμμα «Εβραϊκή Εστία» του οποίου ηγείτο η απερχόμενη Υπουργός Εσωτερικών, Αγιέλετ Σακέντ, και άλλοτε στενή κομματική συνεργάτης του τέως πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ, συγκέντρωσε μόνο το 1,17% των ψήφων και δεν θα εκπροσωπείται στην νέα σύνθεση της Κνέσετ.
Το χρονοδιάγραμμα σχηματισμού νέας κυβέρνησης – Τι ορίζει η νομοθεσία
Σύμφωνα με την νομοθεσία, η κεντρική εφορευτική επιτροπή έχει περιθώριο έως τις 9 Νοεμβρίου να ανακοινώσει και να παραδώσει στον Πρόεδρο του Κράτους, Ιτσχάκ Χέρτσογκ, τα επίσημα τελικά αποτελέσματα. Μέχρι τότε, η κεντρική εφορευτική επιτροπή επικεντρώνεται στο να καταμετρήσουν τις ψήφους των κινητών καλπών που είχαν τοποθετηθεί στα στρατόπεδα, στα νοσοκομεία και στις φυλακές της χώρας και στη συνέχεια να διαπιστώσουν εάν οι εν λόγω εγγεγραμμένοι στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους δεν έχουν διπλοψηφίσει στα εκλογικά τμήματα της μόνιμης κατοικίας τους. Όπως σε κάθε εκλογική διαδικασία, έτσι και τώρα παρατηρείται καθυστέρηση στην ανακοίνωση των επίσημων τελικών αποτελεσμάτων, και για αυτόν το λόγο η νομοθεσία ορίζει μέγιστη χρονική προθεσμία μίας εβδομάδας έως την επίσημη ενημέρωση του Προέδρου του Κράτους εκ μέρους της κεντρικής εφορευτικής επιτροπής, η οποία υπάγεται στην Κνέσετ.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η εκλογική νομοθεσία, η νέα Κνέσετ πρόκειται να συνέλθει για πρώτη φορά σε σώμα στις 15 Νοεμβρίου και κατά την πανηγυρική συνεδρίαση θα εκλέξει τον νέο Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Κνέσετ και αμέσως μετά θα ορκιστούν οι βουλευτές.
Στις 16 Νοεμβρίου θα προσέλθουν στο Προεδρικό Μέγαρο οι αρχηγοί των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην νέα Κνέσετ και θα ανακοινώσουν στον Πρόεδρο του Κράτους ποιον βουλευτή προτείνουν για Πρωθυπουργό. Ενώ κατά το παρελθόν, η πρόταση προς τον Πρόεδρο εκ μέρους καθενός εκ των κομματικών ηγετών πραγματοποιείτο κατά τη διάρκεια κατ’ ιδίαν συνάντησης, στις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις η συγκεκριμένη διαδικασία γίνεται δημόσια, μεταδίδεται απ’ ευθείας από την τηλεόραση και είναι δυνατόν να διαρκέσει δύο ημέρες. Μετά το πέρας της διαδικασίας των προτάσεων, ο Πρόεδρος του Κράτους δύναται να δώσει την διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης στον βουλευτή που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των προτάσεων που υπέβαλαν οι ηγέτες των κομμάτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εθιμικό κανόνα, ο Πρόεδρος του Κράτους δεν δεσμεύεται απόλυτα από την πρόταση της πλειοψηφίας των κομματικών αρχηγών. Ωστόσο, ουδέποτε ο Πρόεδρος του Κράτους δεν ανέθεσε την διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή που δεν είχε προταθεί από την πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων.
Είθισται την ημέρα της ολοκλήρωσης της διαδικασίας των προτάσεων των κομματικών αρχηγών ο Πρόεδρος του Κράτους αυθημερόν να αναθέτει την διερευνητική εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης να την αναθέτει στον βουλευτή που συγκέντρωσε τις περισσότερες θετικές προτάσεις αυθημερόν.
Η εντολή σχηματισμού της νέας κυβέρνησης διαρκεί 28 ημέρες.
Εάν ο Πρόεδρος του Κράτους αναθέσει την εντολή στις 16 Νοεμβρίου, τότε η 14η Δεκεμβρίου θα είναι η τελευταία ημέρα των μετεκλογικών διεργασιών. Σε περίπτωση κατά την οποία ο βουλευτής που ανέλαβε την εντολή, δεν κατάφερε εν τέλει να σχηματίσει την νέα κυβέρνηση, ο Πρόεδρος του Κράτους δύναται να παρατείνει την εντολή για άλλες 14 ημέρες.
Οι ισχύοντες εθιμικοί κανόνες δίνουν το δικαίωμα ευρύτατων χειρισμών στον Πρόεδρο του Κράτους, ο οποίος μπορεί να παραχωρήσει και δεύτερη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον βουλευτή που συγκέντρωσε λιγότερες θετικές προτάσεις, εάν τελικά η πρώτη εντολή δεν τελεσφορήσει. Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία ούτε η δεύτερη εντολή φέρει αποτέλεσμα, είναι δυνατόν, σε εξαιρετικά ειδικές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος του Κράτους να αναθέσει στην Κνέσετ να αναδείξει εκείνη τον βουλευτή, που κατά την κρίση της και κατόπιν σχετικής ψηφοφορίας, θα αναλάβει την ύστατη προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης. Σε αντίθετη περίπτωση, η χώρα οδηγείται και πάλι σε νέες εκλογές.
Διεθνείς αντιδράσεις
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κληθείς να σχολιάσει τις πολιτικές εξελίξεις στο Ισραήλ και την εκλογική νίκη του Βενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε χθες στο πρακτορείο Ρόιτερς ότι η χώρα του «επιθυμεί να διατηρήσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ επί τη βάσει αμοιβαίων συνεννοήσεων, ανεξαρτήτως των εκλογικών αποτελεσμάτων».
Στις ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικανός Γερουσιαστής, Τεντ Κρουζ, σχολιάζοντας τα ισραηλινά εκλογικά αποτελέσματα, συνεχάρη τον Νετανιάχου για την νίκη του και εξέφρασε την άποψη ότι στις ενδιάμεσες εκλογές που θα πραγματοποιηθούν την ερχόμενη εβδομάδα για την ανανέωση της θητείας μελών του Κογκρέσου και της Γερουσίας, η παράταξή του θα επικρατήσει έναντι των Δημοκρατικών, γεγονός που θα ενισχύσει τις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της κυβέρνησης που θα σχηματισθεί στο Ισραήλ.
Από την άλλη, ο εκπρόσωπος του Στέητ Ντηπάρτμεντ, Νεντ Πράις, δήλωσε χθες ότι η αμερικανική Κυβέρνηση «ελπίζει ότι όλα τα μέλη της νέας ισραηλινής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να συμμερίζονται τις κοινές αξίες για την προάσπιση μίας κοινωνίας ελεύθερης και δημοκρατικής, συμπεριλαμβανομένων και των αρχών της ανεκτικότητας και του σεβασμού προς όλο το φάσμα της κοινωνίας των πολιτών, και ιδιαιτέρως ως προς τις κάθε είδους μειονοτικές ομάδες». Η δήλωση αυτή διατυπώθηκε κατόπιν σχετικής ερώτησης για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την νέα υβέρνηση υπό τον Νετανιάχου, στην οποία φέρεται να συμμετέχει και ο βουλευτής Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ηγετικό στέλεχος του ακροδεξιού εθνοθρησκευτικού κόμματος «Θρησκευτικός Σιωνισμός». Ο Πράις αρνήθηκε να αναφερθεί ονομαστικά σε συγκεκριμένους βουλευτές που φέρονται να συμμετέχουν στην νέα κυβέρνηση, διευκρινίζοντας ότι «ακόμα δεν είναι γνωστή η σύνθεση της νέας κυβέρνησης».
Ωστόσο, σε χθεσινό της δημοσίευμα, η ιστοσελίδα της εφημερίδας ΧαΆρετς αναφέρει ότι διπλωμάτες ευρωπαϊκών χωρών που υπηρετούν στο Ισραήλ εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για την πορεία των σχέσεων των χωρών τους με το Ισραήλ σε περίπτωση κατά την οποία ορισθούν σε υπουργικές θέσεις βουλευτές του ακροδεξιού «Θρησκευτικού Σιωνισμού». Σύμφωνα με την εφημερίδα, η οποία επικαλείται ευρωπαίους διπλωμάτες χωρίς να κατονομάζει τις χώρες που εκπροσωπούν, οι προβληματισμοί επικεντρώνονται στο ιδεολογικό παρελθόν του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και στην πολιτική του ταύτιση με την εβραϊκή οργάνωση «Καχ» του ραβίνου Μέιρ Καχάνα, που εξέφραζε ακραίες θέσεις ως προς την αντιμετώπιση της αραβικής μειονότητας που διαβιοί στο Ισραήλ και χαρακτηρίσθηκε τρομοκρατική τόσο από την σχετική ισραηλινή νομοθεσία όσο και διεθνώς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η διακυβέρνηση Ομπάμα είχε αρνηθεί να εκδώσει βίζα στον Μοσέ Μπεν-Αρί, ιδρυτικό στέλεχος της παράταξης Μπεν-Γκβιρ, απαγορεύοντάς του να μεταβεί στις ΗΠΑ, εξαιτίας της ιδεολογικής του ταύτισης με την οργάνωση «Καχ». Στο σχετικό της ρεπορτάζ, η ΧαΆρετς αναφέρει ότι οι ευρωπαίοι διπλωμάτες δεν έχουν λάβει συγκεκριμένες εντολές από τις κυβερνήσεις τους, επειδή αναμένουν να πληροφορηθούν ποια θέση θα αποκτήσουν στελέχη του «Θρησκευτικού Σιωνισμού» στην νέα κυβέρνηση Νετανιάχου.
«Εάν ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ ή ο Μπετσαλέλ Σμότριτς (σ.σ. τα δύο ηγετικά στελέχη του «Θρησκευτικού Σιωνισμού») ορισθούν Υπουργοί στην νέα Κυβέρνηση, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι ομόλογοι Υπουργοί τους στην χώρα μου θα διακόψουν μαζί τους κάθε επαφή και δεν θα προωθήσουν νέες συνεργασίες με το Ισραήλ στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους», φέρεται να ανέφερε ένα ευρωπαίος διπλωμάτης στην ισραηλινή εφημερίδα. Άλλος ξένος διπλωμάτης, κατά το ίδιο ρεπορτάζ, φέρεται να τονίζει ότι «οποιαδήποτε εξέλιξη που θα σχετίζεται με προσπάθεια προσάρτησης της Δυτικής Όχθης, επέκτασης ή δημιουργίας εβραϊκών εποικισμών και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, θα αναγκάσει την διεθνή κοινότητα να αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά», προσθέτοντας ότι «δεν είναι σίγουρο ότι συγκεκριμένες ξένες χώρες θα αρκεσθούν σε καθησυχαστικές δηλώσεις και δεν αποκλείεται να σκεφτούν να επιβάλουν κυρώσεις σε ιδιάζουσες περιπτώσεις».
Ο Νετανιάχου επιδιώκει να σχηματίσει Κυβέρνηση μέχρι τις 15 Νοεμβρίου
Σύμφωνα με την κρατική ισραηλινή τηλεόραση και χθεσινά τοπικά δημοσιεύματα, ο Νετανιάχου φέρεται να έχει δώσει εντολή στο κομματικό του επιτελείο να αρχίσει τις επαφές με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεξιάς με στόχο η νέα κυβέρνηση να σχηματισθεί εντός των ερχόμενων δύο εβδομάδων και τα μέλη της να ορκισθούν, ει δυνατόν, κατά την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση της νέας Κνέσετ, στις 15 Νοεμβρίου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της τελετής ορκωμοσίας των βουλευτών.
Ιδιωτικά ΜΜΕ μετέδωσαν χθες την πληροφορία ότι επιτελείς του Λικούντ επικοινώνησαν με υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος του Μπένι Γκαντς «Παράταξη Εξουσίας» προκειμένου να διερευνήσουν κατά πόσον θα ήταν δυνατό το συγκεκριμένο κόμμα να συμμετάσχει στην νέα Κυβέρνηση υπό τον Νετανιάχου, παρότι ο αρχηγός του συμμετέχει ως Υπουργός Άμυνας στην απερχόμενη Κυβέρνηση υπό τον Γιαΐρ Λαπίντ. Απαντώντας σε αυτήν την φημολογία τα τρία ηγετικά στελέχη του κόμματος, Μπένι Γκαντς, Γκιντόν Σάαρ και Γκάντι Άιζενκοτ, προέβησαν σε κοινή ανακοίνωση ότι «θα σεβαστούν την βούληση των ψηφοφόρων και θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση».