Η Salesforce.com Inc συμφώνησε να εξαγοράσει την εφαρμογή messaging για χώρους εργασίας Slack (Slack Technologies Inc), στο πλαίσιο μιας συμφωνίας- μαμούθ, ύψους 27,7 δισ. δολαρίων, επιχειρώντας να αυξήσει το «αποτύπωμά» της στον χώρο της τηλεργασίας και να βρεθεί σε καλύτερη θέση απέναντι στην ανταγωνίστρια Microsoft.
Όπως αναφέρει το Reuters, η συμφωνία αυτή επιτρέπει στη Salesforce να παρέχει μια ενιαία πλατφόρμα για να μπορούν οι επιχειρήσεις να συνδέουν μεταξύ τους εργαζομένους, πελάτες και συνεργάτες- καθώς και τις εφαρμογές που χρησιμοποιούν. Για το Slack η συμφωνία λαμβάνει χώρα καθώς δυσκολεύεται να αξιοποιήσει/ εκμεταλλευτεί πλήρως τις συνθήκες που έχει φέρει η πανδημία Covid-19 ως προς την τηλεργασία.
Το Slack επέφερε αλλαγές στις επικοινωνίες στον χώρο εργασίας, εστιάζοντας στο messaging σε πραγματικό χρόνο, που μπορούσε να διασπαστεί σε συζητήσεις σε μικρές ομάδες που στήνονταν επί τόπου- μια πιο ευέλικτη πλατφόρμα από τα email. Ωστόσο αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός πολύ ανταγωνιστικού κλάδου, με τη Microsoft να προωθεί το δικό της Teams, με κλήσεις βίντεο και φωνής. Η Microsoft παρέχει επίσης το Teams με πολλά από τα πακέτα λογισμικού γραφείου της, κάτι που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για εταιρείες που επιδιώκουν να μειώσουν τα κόστη.
Οι μέτοχοι του Slack θα λάβουν 26,79 δολάρια σε ρευστό και 0,0776 μετοχές από τις κοινές μετοχές της Salesforce για κάθε μετοχή του Slack που είχαν- ή 45,5 δολάρια ανά μετοχή, με βάση την αξία στην οποία έκλεισε η Salesforce την Τρίτη.
Η μετοχή του Slack έπεσε οριακά στα 43,73 δολάρια την Τρίτη, ενώ αυτή της Salesforce σημείωσε πτώση άνω του 4%. Επίσης, όπως έγινε γνωστό, ο Μαρκ Χόκινς, chief financial officer της Salesforce θα αποσυρθεί τον Ιανουάριο και θα αντικατασταθεί από την chief legal officer, Έιμι Γουΐβερ.
Ο Μαρκ Μπένιοφ, επικεφαλής του κολοσσού της Salesforce, αναφέρθηκε ιδιαίτερα θετικά στη συμφωνία, χαρακτηρίζοντάς την ως ιδανική («a match made in heaven»).
Όπως αναφέρει το BBC, πριν από τέσσερα χρόνια η Microsoft είχε εξετάσει το ενδεχόμενο αγοράς του Slack, ωστόσο δεν υπήρξε σχετική συμφωνία, οπότε και προχώρησε στην ανάπτυξη του Microsoft Teams.