Συνεχίζουν να υπάρχουν διαφορές στις προσεγγίσεις μεταξύ εργοδοτικής πλευράς και συνδικαλιστικού κινήματος για το θέμα της θέσπισης του κατώτατου μισθού, δήλωσε ο Υπουργός Εργασίας, Κυριάκος Κούσιος, ο οποίος θα συνεχίσει τον κύκλο των συναντήσεων με τους κοινωνικούς εταίρους. Οι δηλώσεις του Υπουργού έγιναν μετά το τέλος της σύσκεψης με τις συντεχνίες ΣΕΚ, ΠΕΟ και ΔΕΟΚ στο Υπουργείο Εργασίας, την Τρίτη, για τον εθνικό κατώτατο μισθό.
Αρχικά ο κ. Κούσιος ανέφερε ότι συνεχίζουν να υπάρχουν διαφορές στις προσεγγίσεις μεταξύ εργοδοτικής πλευράς και συνδικαλιστικού κινήματος, προσθέτοντας ότι θα συνεχίσει τις κατ’ ιδίαν επαφές με τις συντεχνίες τις επόμενες μέρες. Στόχος του, είπε, είναι μέχρι το τέλος του μήνα να υποβάλει τις εκθέσεις του Υπουργείου Εργασίας σε μια κοινή συνάντηση εργοδοτικής πλευράς και συνδικαλιστικού κινήματος και στη συνέχεια να θέσει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας τις θέσεις του για να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.
«Συνεχίζονται λοιπόν οι προσπάθειες αλλά θα τονίσω ξανά ότι είναι η πολιτική απόφαση και βούληση του Προέδρου της Δημοκρατίας να θεσμοθετηθεί και να εφαρμοστεί εθνικός κατώτατος μισθός. Παρά τις οποιεσδήποτε διαφορετικές προσεγγίσεις, στο τέλος η πολιτική βούληση του Προέδρου της Δημοκρατίας θα μετατραπεί σε απόφαση για θεσμοθέτηση εθνικού κατώτατου μισθού», επεσήμανε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, ο κ. Κούσιος υπέδειξε ότι έχει συμφωνηθεί να μη γίνουν δηλώσεις γι’ αυτά τα θέματα, διευκρινίζοντας ότι δηλώσεις θα γίνουν στην τελευταία κοινή συνεδρία των ενδιαφερόμενων μερών.
Ερωτηθείς αν είναι πιο πολλές οι διαφορές από τις συγκλίσεις και αν είναι μεγάλο το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, ο Υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι «είναι θέμα ουσίας. Η προσπάθεια του Υπουργείου Εργασίας είναι να υπάρξουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες συγκλίσεις».
Απαντώντας σε ερώτηση αν υπάρχει λόγος διεξαγωγής της κοινής συνάντησης, δεδομένων των διαφορών μεταξύ εργοδοτών και συντεχνιών, ο κ. Κούσιος επεσήμανε ότι η ανταλλαγή απόψεων βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των εκατέρωθεν θέσεων, χαρακτηρίζοντας το κλίμα στο οποίο διεξάγεται η συζήτηση ως «πολύ φιλικό». Πρόσθεσε ότι «είναι ουτοπία να αναμένουμε ότι θα υπάρξει συμφωνία σε όλα τα θέματα, θα δώσουμε τα χέρια και να συγχαρούμε ο ένας τον άλλον. Εκείνο που έχει σημασία είναι να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο που οι συγκλίσεις να είναι τέτοιες που να μας δίνουν την ευκαιρία με πολλή περηφάνια όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτή την προσπάθεια να πούμε ότι καταφέραμε να θεσπίσουμε εθνικό κατώτατο μισθό που θα εφαρμοστεί προς όφελος των εργοδοτουμένων».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ο Υπουργός Εργασίας εξήγησε ότι η προσπάθειά του είναι να συγκεράσει τις απόψεις, αλλά στο τέλος της ημέρας, είναι η Κυβέρνηση που θα πάρει την απόφαση και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που αποφάσισε ότι πρέπει να υπάρξει εθνικός κατώτατος μισθός. «Η προσπάθεια είναι να συγκλίνουν οι απόψεις κατά το δυνατόν, γιατί συμφωνία δεν μπορεί να υπάρξει. Το διάταγμα θα εκδοθεί με βεβαιότητα, ανεξαρτήτως διαφορών», τόνισε.
Επιπρόσθετα, ο κ. Κούσιος ανέφερε ότι θα παραδώσει μέχρι το τέλος Αυγούστου την έκθεσή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος θα πάρει τις αποφάσεις του και θα δώσει σχετικές οδηγίες.
Ερωτηθείς για τον χρόνο διεξαγωγής της κοινής συνάντησης, είπε ότι το πιθανότερο είναι να γίνει στο τέλος του μήνα, γιατί η ΓΓ της ΠΕΟ θα απουσιάζει μέχρι το τέλος του μήνα «και δεν θα θέλαμε να λείπει κανείς από τη συνάντηση».
Οι τοποθετήσεις των συντεχνιών
Ο Ανδρέας Μάτσας, Γενικός Γραμματέας της ΣΕΚ στις δικές του δηλώσεις μετά τη συνάντηση, έκανε λόγο για «ζητήματα τα οποία χρήζουν περαιτέρω συζήτησης», τονίζοντας ότι η ΣΕΚ θα διατηρήσει «την ίδια συνέπεια σε ό,τι αφορά τις θέσεις αρχών με συγκεκριμένο όραμα και ορίζοντα κατάληξης την πραγματική και ουσιαστική στήριξη της ομάδας των εργαζομένων που αναμένεται να επωφεληθεί από τον κατώτατο μισθό». Εξέφρασε την ελπίδα ότι στην επόμενη συνάντηση θα μπορέσουν να δημιουργηθούν περαιτέρω προϋποθέσεις κατάληξης. «Κρατάμε εκείνα τα οράματα, τα οποία μας οδηγούν με σταθερά βήματα στην αξιοπρέπεια, διασυνδέοντας αυτό το στοιχείο με την ποιότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει την τελική ρύθμιση που θα αφορά τη θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση για το μέγεθος των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών, εξήγησε ότι δεν είναι θέμα διαφορών, αλλά θέμα ρυθμίσεων που θα μπορέσουν να είναι υποβοηθητικές για την ομάδα των εργαζομένων που αναμένεται να επωφεληθεί.
Από την πλευρά της, η Σωτηρούλα Χαραλάμπους, Γενική Γραμματέας της ΠΕΟ, τόνισε ότι «υπάρχουν σημαντικά ζητήματα στα οποία χρειάζεται να γίνει περαιτέρω συζήτηση διότι υπάρχει απόσταση μεταξύ μας και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς προς την κοινωνία και όσους προσμένουν από αυτή τη συζήτηση».
Επιπλέον, ανέφερε ότι η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό πρέπει να εστιάσει σε δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο είναι «ποιους θέλουμε να καλύψει ο κατώτατος μισθός και γιατί τον χρειαζόμαστε, άρα το πλαίσιο που θα τεθεί να είναι τέτοιο που να βελτιώνει το πλαίσιο απασχόλησης εκείνων των εργαζομένων που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας», εξήγησε. Το δεύτερο ζήτημα, συνέχισε η κ. Χαραλάμπους, είναι ότι ο μηχανισμός του κατώτατου μισθού δεν πρέπει να λειτουργήσει ως μηχανισμός που να προκαλεί περαιτέρω δυσκολίες στο κομμάτι των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. «Αυτά τα δύο ζητήματα είναι θέματα αρχής», υπέδειξε, προσθέτοντας ότι αυτές οι παράμετροι θα κρίνουν τις αποφάσεις που θα πάρει η Κυβέρνηση.
Ερωτηθείσα αν υπάρχουν κόκκινες γραμμές, η ΓΓ της ΠΕΟ, είπε ότι το θέμα είναι «γιατί χρειαζόμαστε τον κατώτατο μισθό, ποιους θέλουμε να στηρίξουμε, προσέχοντας ώστε η διαδικασία να μην ενέχει κινδύνους για το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων και τον τρόπο ρύθμισης των μισθών και των ωφελημάτων στον τόπο μας». Αυτό το πλαίσιο ρυθμίσεων, πρόσθεσε, πρέπει να ενισχυθεί στη βάση και της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν στη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό. «Μπαίνει και αριθμητικός στόχος, που είναι το 80%», είπε.
Ο Στέλιος Χριστοδούλου, Αναπληρωτής Πρόεδρος της ΔΕΟΚ, δήλωσε ότι «προσπαθούμε να δώσουμε ένα δίχτυ προστασίας σε όλους αυτούς τους εργαζόμενους συμπολίτες μας που το έχουν ανάγκη». Πρόσθεσε δε ότι «υπάρχουν θέματα αρχών, τα οποία προσπαθούμε με επιχειρήματα να τα τεκμηριώσουμε και ελπίζουμε, όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, να είμαστε όλοι κερδισμένοι, ειδικά αυτοί που πραγματικά το έχουν ανάγκη». Ακόμη, εξέφρασε την ελπίδα ότι οι εργαζόμενοι θα βρουν λύσεις σε θέματα που σχετίζονται με βασικούς όρους απασχόλησης και κυρίως με έναν αξιοπρεπή μισθό εργασίας.