Η δοσολογική μέθοδος που απέφερε ποσοστό αποτελεσματικότητας 90% για το εμβόλιο της Οξφόρδης και της AstraZeneca κατά του κορωνοϊού αφορούσε εθελοντές ηλικίας κάτω των 55 ετών, ένα σημαντικό δεδομένο που δεν επισημάνθηκε στις σχετικές ανακοινώσεις των αρχών της εβδομάδας.
Αυτό επισημαίνει δημοσίευμα των Financial Times το οποίο επικαλείται ανακοίνωση του επικεφαλής του αμερικανικού προγράμματος χρηματοδότησης ερευνών για ανάπτυξη εμβολίων.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ανακοίνωσαν τη Δευτέρα ότι η μέση αποτελεσματικότητα του εμβολίου τους είναι 70%. Στους εθελοντές στους οποίους χορηγήθηκαν δύο πλήρεις δόσεις με διαφορά ενός μήνα η αποτελεσματικότητα ήταν 62%, αλλά σε μια μικρότερη ομάδα εθελοντών στους οποίους χορηγήθηκε αρχικά μισή δόση εμβολίου και έπειτα η ολόκληρη, το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε στο 90%.
Δε διευκρινίστηκε εξ αρχής, ωστόσο, η δημογραφική σύνθεση των εθελοντών της δεύτερης κατηγορίας, οι οποίοι όντας κάτω των 55 αποτελούσαν ομάδα με χαμηλότερο ρίσκο σοβαρών συμπτωμάτων Covid.
Οι Financial Times επισημαίνουν ότι η σχετική επισήμανση από τις ΗΠΑ προκάλεσε μείωση άνω του 6% στην τιμή της μετοχής της AstraZeneca.
Η βρετανική εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι λόγω των διαφορών στη δοσολογική μέθοδο αλλά και στα διαφορετικά εικονικά φάρμακα που δόθηκαν σε κάποιους εθελοντές ανάλογα με τη χώρα όπου βρίσκονταν, ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν πως ίσως τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών είναι πολύ ανομοιογενή για να παρουσιαστούν ως ένα ενιαίο πόρισμα.
Εκπρόσωπος της AstraZeneca, πάντως, υπερασπίστηκε τις κλινικές δοκιμές τονίζοντας ότι διεξήχθησαν με βάση τα υψηλότερα κριτήρια ποιότητας και προσθέτοντας ότι αναμένονται περισσότερα στοιχεία περί της αποτελεσματικότητας του εμβολίου και της διάρκειας προστασίας που προσφέρει έναντι του κορωνοϊού.
Η βρετανική εφημερίδα σημειώνει επιπλέον ότι ένα εμβόλιο με ποσοστό αποτελεσματικότητας 70% θα λάμβανε έγκριση χρήσης καθώς το όριο έχει θεσπιστεί στο 50%, καθώς και ότι το σκεύασμα της Οξφόρδης έχει πλεονεκτήματα έναντι εκείνων της Pfizer και της Moderna, όπως το χαμηλότερο κόστος και η ευκολότερη συντήρηση.