Μετά την αύξηση (50 ευρώ) από 1/5/2022 του κατώτατου μισθού, το επίπεδό του διαμορφώνεται στα 713 ευρώ (μεικτά) από 663 ευρώ (μεικτά) που ήταν μέχρι τότε. Εάν λάβουμε υπόψη και την αύξηση του κατά 2% από την 1/1/2022 (650 ευρώ μεικτά ο κατώτατος μισθός μέχρι την 31/12/2021), τότε από την 1/5/2022 και μετά θα έχει αυξηθεί κατά 9,6%.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτή η αύξηση μπορεί να συμβάλλει στην μείωση του αριθμού του πληθυσμού στην Ελλάδα που διαβιεί κάτω από το όριο της φτώχειας και εάν μπορεί να αποτρέψει τα νοικοκυριά από τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού κατά την περίοδο του υψηλού πληθωρισμού που διανύουμε.
Οι αποδοχές
Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το 2021 το 49% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ελάμβανε μεικτές αποδοχές μέχρι 1.100 ευρώ τον μήνα (περίπου 780 ευρώ καθαρά). Αναλυτικότερα, το 15% ελάμβανε μηνιαίες μεικτές αποδοχές μέχρι 800 ευρώ, το 21% μεταξύ 800 και 1.000 ευρώ, το 13% μεταξύ 1.000 και 1.100 ευρώ, 12% μεταξύ 1.100 και 1.200 ευρώ, 11% 1.200 με 1.300 ευρώ, το 16% 1.300 με 1.600 ευρώ μεικτά και 12% πάνω από 1.600 ευρώ μεικτές μηνιαίες αποδοχές. Με τον μέσο όρο των αποδοχών να υπολογίζεται μηνιαίως στα 1.170 ευρώ (μεικτά). Λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή των αποδοχών στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, η αύξηση του κατώτατου μισθού ουσιαστικά θα επιφέρει μια αύξηση στον γενικό μέσο όρο του επιπέδου των μισθών του ιδιωτικού τομέα της τάξης του 2,5% (1.198 ευρώ μεικτά).
Ο πληθωρισμός
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός το τελευταίο εξάμηνο (Νοέμβριος 2021 – Απρίλιος 2022) από το 4,2% έχει φτάσει το 9,6% τον Απρίλιο του 2022 (Διάγραμμα).
Από την αρχή του 2022, δηλαδή το τετράμηνο 1/1/2022 μέχρι 30/4/2022, ο πληθωρισμός παρουσιάζει μέση τιμή 7% και το μέσο επίπεδο πληθωρισμού το 2022 θα διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο εφόσον ο μέσος πληθωρισμός κατά το επόμενο οκτάμηνο του 2022 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του πρώτου τετραμήνου του τρέχοντος έτους.
Αντίθετα, η εκτίμηση ότι το μέσο επίπεδο πληθωρισμού το 2022 θα είναι 5,5% θα επαληθευτεί εφόσον ο μέσος πληθωρισμός κατά το επόμενο οκτάμηνο του 2022 θα είναι 4,8%. Στο περιβάλλον αυτό, όταν οι μέσες αποδοχές πριν την αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν 1.170 ευρώ και μετά την αύξηση θα διαμορφωθούν στο επίπεδο των 1.198 ευρώ (μεικτά), τότε η αγοραστική δύναμη θα είναι 1.125 ευρώ.
Το όριο φτώχειας
Το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την Eurostat (Eurostat 2021), ορίζεται ως το 60% του διάμεσου μισθού. Έτσι, πριν την αύξηση του κατώτατο μισθού το όριο της φτώχειας ήταν 701 ευρώ (μεικτά) και μετά την αύξηση (1/5/2022) του κατώτατου μισθού είναι 719 ευρώ. Όμως, λόγω του πληθωρισμού, το πρώτο τετράμηνο του 2022 σε πραγματικές τιμές, το όριο της φτώχειας ήταν 672 ευρώ, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι καθαρές αποδοχές (663 ευρώ) του κατώτατου μισθού συνεχίζουν στην Ελλάδα να βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχειας.
Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την ίδια έρευνα της Eurostat, το 27,5% του πληθυσμού της Ελλάδας που ήταν αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με βάση τα νέα δεδομένα, δηλαδή την αύξηση του κατώτατου μισθού και την παράλληλη εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού κατά το πρώτο τετράμηνο του 2022, το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας μας που είναι αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε, σύμφωνα με την έρευνα μας, στο επίπεδο του 30,5%-31% και στους νέους μέχρι 20 ετών το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε στο επίπεδο του 35%.
Ανάγκη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών
Κατά συνέπεια, η επιλογή αποτροπής και έναρξης της μείωσης του επιπέδου (30,5%-31%) της φτώχειας του πληθυσμού στη χώρα μας και η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, επιβάλλουν την άμεση (2022) τιμαριθμική αναπροσαρμογή τουλάχιστον κατά 7% του μέσου επιπέδου των μισθών του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή από 1.198 ευρώ (μεικτά) σε 1.282 ευρώ (μεικτά).
Σε διαφορετική περίπτωση, η οικονομική και μισθολογική πολιτική στην Ελλάδα σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού θα επιταχύνουν, μεταξύ των άλλων, τον ρυθμό αύξησης του ποσοστού φτώχειας του πληθυσμού, και θα διευρύνουν περαιτέρω τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την παραγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας και την συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. του Παντείου Πανεπιστημίου