Άρθρο του Γιάννου Παπαντωνίου *
Η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα της μεγαλύτερης πολεμικής απειλής μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου 2022, δύο μέρες μετά την αναγνώριση από τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως ανεξάρτητων των δύο αποσχισθεισών περιοχών του Ντονμπάς, ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία σε τρία μέτωπα, από βορρά, ανατολή και νότο.
Η επίθεση αποτελεί ευθεία παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας μιας ανεξάρτητης χώρας. Ιδιαίτερα αν συνδεθεί με τον ρωσικό χαρακτηρισμό της Ουκρανίας ως «αναπόσπαστου μέρους της δικής μας ιστορίας, πολιτισμού και πνευματικού χώρου» και την επισήμανση ότι δεν υπάρχει ιστορική βάση για έναν ουκρανικό λαό ξεχωριστό από τους Ρώσους, η ρωσική κίνηση ανατρέπει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης, δηλαδή μια θεμελιώδη αρχή της διεθνούς έννομης τάξης.
Η πολεμική σύρραξη θα αποσταθεροποιήσει τη διεθνή οικονομία, εκτινάσσοντας τις ενεργειακές τιμές − λόγω διατάραξης των οδών διέλευσης − καθώς και τις τιμές των τροφίμων, δεδομένου ότι η Ουκρανία είναι σημαντικός εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ. Ο πόλεμος κινδυνεύει εξάλλου να οδηγήσει σε μεγάλες προσφυγικές ροές.
Ο Πούτιν διέψευσε όσους είχαν ελπίσει ότι θα μπορούσε να δελεαστεί ώστε να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, προδικάζοντας μια σκληρή γραμμή, τουλάχιστον για το πρώτο στάδιο των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο διάγγελμά του για την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» αναφέρθηκε στην «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας, την οποία κατηγόρησε χωρίς κανένα στοιχείο για «γενοκτονία», προειδοποιώντας όποιον διανοηθεί να αντιδράσει ότι θα αντιμετωπίσει «συνέπειες που δεν έχει ποτέ συναντήσει στην ιστορία του» − μια κεκαλυμμένη απειλή πυρηνικών αντιποίνων.
Η στόχευση του Πούτιν είναι σαφής. Θεωρεί τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης παγκόσμια καταστροφή και επιχειρεί με μεθοδικές κινήσεις, όπως η εισβολή στη Γεωργία το 2008 και η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, να ανατρέψει τα αποτελέσματα της διάλυσης και να αποκαταστήσει σταδιακά το εύρος της χαμένης σοβιετικής επιρροής. Απώτατος στόχος είναι η ανάκτηση του ελέγχου των χωρών που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ μετά το 1991. Το μέτρο επίτευξης του στόχου θα κριθεί από την στάση της Δύσης, δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι ευτύχημα ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ των ΗΠΑ και των ευρωπαίων εταίρων για την προστασία των αρχών της διεθνούς έννομης τάξης και την ανεξαρτησία των χωρών – μελών της παγκόσμιας κοινότητας. Η ιστορία εξάλλου μπορεί να καθοδηγήσει, τηρουμένων των αναλογιών, τις σημερινές ηγεσίες. Στο δίλημμα κατευνασμός ή αποτροπή, το βάρος πέφτει στην αποτροπή. Πρέπει, βέβαια, να αποφεύγονται επικίνδυνες ακρότητες, όπως για παράδειγμα εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να καταλήξει σε πυρηνικό πόλεμο. Όταν όμως αντίπαλοι είναι δικτάτορες (ή ισόβιοι πρόεδροι), ο κατευνασμός δύσκολα αποδίδει αποτελέσματα γιατί η στάθμιση του κόστους διαφέρει από αυτήν που επικρατεί σε δημοκρατικά καθεστώτα. Παράμετροι όπως «διεθνής απομόνωση» ή ‘επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής’ επηρεάζουν πολύ λιγότερο τη λήψη αποφάσεων σε ολοκληρωτικά συστήματα γιατί η κατοχή της εξουσίας είναι περισσότερο ασφαλής.
Ο Πούτιν φαίνεται σήμερα αποφασισμένος να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων του και απρόθυμος να συμβιβαστεί με μικρές αντιπαροχές. Θα τις εκλάβει μάλλον ως εκδηλώσεις αδυναμίας και θα θεωρήσει ότι μπορεί να συνεχίσει σχετικά απρόσκοπτα την επεκτατική του πολιτική στοχεύοντας στην ανατροπή της μεταπολεμικής έννομης τάξης. Για να σταματήσει, πρέπει να αναγκαστεί να πληρώσει βαρύ τίμημα, αυτό που αντιστοιχεί σε αυστηρές κυρώσεις εστιασμένες περισσότερο στον ίδιο και το περιβάλλον του, παρά συνολικά στη χώρα του. Παράλληλα, πρέπει να μείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι διπλωματικής επικοινωνίας, ώστε να αξιοποιηθούν ευκαιρίες εκτόνωσης που τυχόν θα προκύψουν.
Η εξέλιξη αυτής της κρίσης επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στο πολιτικό. Η ασφάλεια της Ελλάδας στηρίζεται, λόγω του σχετικά μικρού της μεγέθους, πέρα από τις δικές αμυντικές ικανότητες στο σεβασμό του διεθνούς δικαίου και στην αξιοπιστία των συμμαχιών της. Αυτό επιβεβαιώνεται συστηματικά στη διάρκεια της νεότερης ιστορίας μας. Κερδίζουμε όταν έχουμε το διεθνές δίκαιο και τους συμμάχους με το μέρος μας. Αν αφεθεί ο Πούτιν να κερδίσει το παιχνίδι στην Ουκρανία, το ρήγμα στο δικαιακό μέτωπο θα ενθαρρύνει την Τουρκία του Ερντογάν ένα παρόμοιο καθεστώς με τη σημερινή Ρωσία − να εντείνει τη δική της επιθετικότητα στο Αιγαίο και την Κύπρο, ελπίζοντας ότι στην αναμπουμπούλα θα μπορεί κάτι να αρπάξει.
Χρειάζεται αταλάντευτη επιμονή στις πάγιες θέσεις μας και σκληρή απάντηση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς της τουρκικής πλευράς, όπως η αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας στα νησιά με το δήθεν επιχείρημα της «στρατιωτικοποίησης» ή των «γκρίζων ζωνών».
Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμίζεται συνεχώς και έμπρακτα η προσήλωσή μας στο διεθνές δίκαιο και στις διαδικασίες που αυτό προβλέπει, κυρίως στην προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση διαφορών όταν εξαντλείται ο διάλογος.
Σε προηγούμενη παρέμβασή μου είχα αναφερθεί στη σκοπιμότητα δικής μας πρότασης προς την Τουρκία για προσφυγή σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες – ένα θέμα που βρίσκεται στο κέντρο των διαφωνιών μας και αποτελεί πηγή συνεχών προστριβών.
Η ουκρανική κρίση εγγράφεται σε μια γενικότερη διολίσθηση του διεθνούς συστήματος προς την αμφισβήτηση της έννομης τάξης που εγκαθιδρύθηκε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αρνητική αυτή τροπή συνδέεται με την αργή, αλλά σταθερή, υποχώρηση των δημοκρατιών και του κράτους δικαίου σε όφελος δυνάμεων που, όπως η Κίνα, υπερασπίζονται διαφορετικά συστήματα αξιών.
Είναι, προς το παρόν, άδηλη η έκβαση αυτού του ανταγωνισμού. Η ουκρανική κρίση θα δώσει ένα σήμα. Η Ελλάδα πρέπει να είναι σε εγρήγορση γιατί διακυβεύονται μείζονα συμφέροντά της.
* Ο Γιάννος Παπαντωνίου είναι Πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής, πρ. Υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Εθνικής Άμυνας