«Καλούμε την Ουάσιγκτον να ενταχθεί στο μονομερές ρωσικό μορατόριουμ στην ανάπτυξη επίγειων πυραύλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς στην Ευρώπη, να συμφωνήσει και να εισαγάγει τα απαραίτητα μέτρα για την επαλήθευση της εκπλήρωσης των αμοιβαίων υποχρεώσεων», αναφέρει το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών στην ειδική ανακοίνωση, που εξέδωσε ενόψει του διαλόγου με τις ΗΠΑ και τη Δύση, στο πλαίσιο του οποίου η Μόσχα προτίθεται σύντομα να υποβάλει σχέδια διεθνών νομικών εγγράφων προς διαπραγμάτευση.
«Ειδικότερα, θα υποβάλουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση για νομικές εγγυήσεις ασφάλειας στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον επόμενο γύρο του ρωσοαμερικανικού διαλόγου για τη στρατηγική σταθερότητα», επισημαίνεται στην ανακοίνωση, όπου προτείνεται η σχετική διαπραγμάτευση να διενεργηθεί μέσω των υπουργείων ‘Αμυνας και Εξωτερικών Ρωσίας και ΗΠΑ, αλλά και κρίνεται «αναγκαίο ο ΟΑΣΕ, όπου εκπροσωπούνται όλες οι χώρες της ευρωατλαντικής περιοχής, να μην μείνει αμέτοχος στις συζητήσεις για την επίλυση των προβλημάτων της ευρωπαϊκής ασφάλειας».
Κατά το ρωσικό ΥΠΕΞ, που επικαλείται τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν στην πρόσφατη τηλεδιάσκεψη με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, σχετικά με την «ετοιμότητα για την έναρξη σοβαρού διαλόγου για θέματα που σχετίζονται με την κατοχύρωση της ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας», ο διάλογος αυτός «είναι σήμερα άκρως απαραίτητος, καθότι οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της συλλογικής Δύσης συνεχίζουν να υποβαθμίζονται και έχουν φτάσει σε κρίσιμο σημείο».
«Ενθάρρυνση της ρωσοφοβίας»
Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία χαρακτηρίζεται «απολύτως απαράδεκτη» από το ρωσικό ΥΠΕΞ, που υποστηρίζει ότι «ως πρόσχημα χρησιμοποιείται η κατάσταση στην Ουκρανία, ως προς την οποία η Δύση έχει επιλέξει την πορεία ενθάρρυνσης της ρωσοφοβίας, υποστήριξης των ενεργειών του καθεστώτος του Κιέβου να καταλύσει τις συμφωνίες του Μινσκ και να προετοιμάσει ένα σενάριο βίας στο Ντονμπάς». Ως «ώθηση του Κιέβου σε επιθετικές κινήσεις» περιγράφει η ρωσική διπλωματία «τις όλο και συχνότερες, μη προγραμματισμένες ασκήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Μαύρη Θάλασσα», όταν «αεροσκάφη των κρατών μελών του ΝΑΤΟ, μεταξύ αυτών και στρατηγικά βομβαρδιστικά, πραγματοποιούν τακτικά προκλητικές υπερπτήσεις και επικίνδυνους ελιγμούς κοντά στα σύνορα της Ρωσίας», ενώ συνεχίζεται ο εξοπλισμός της Ουκρανίας.
Κατά τη Μόσχα το ενδεχόμενο εγκατάστασης στην Ουκρανία επιθετικών πυραυλικών συστημάτων, που θα ελαχιστοποιεί τον χρόνο πτήσης έως την Κεντρική Ρωσία αποτελεί «ανεύθυνη συμπεριφορά», η οποία «δημιουργεί απαράδεκτη απειλή για την ασφάλειά μας, προκαλεί σοβαρούς στρατιωτικούς κινδύνους για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, έως και μιας μεγάλης κλίμακας σύγκρουση στην Ευρώπη».
Το ρωσικό ΥΠΕΞ αποκρούει τον ισχυρισμό ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αφορά αποκλειστικά το Κίεβο και τη Συμμαχία, υποστηρίζοντας ότι «οι χώρες του ΝΑΤΟ έχουν επίσης δεσμεύσεις σχετικά με το αδιαίρετο της ασφάλειας στον ευρωατλαντικό χώρο, σε όλη την έκταση του ΟΑΣΕ», μια αρχή, που διακηρύχθηκε για πρώτη φορά στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε στη Χάρτα του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη το 1990, η οποία αναφέρει: «Η ασφάλεια όλων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια όλων των υπολοίπων».
Η ρωσική ηγεσία επαναλαμβάνει ότι «κατά παράβαση της αρχής του αδιαίρετου της ασφάλειας – καθώς και κατά παράβαση των υποσχέσεων που δόθηκαν στη σοβιετική ηγεσία – όλα αυτά τα χρόνια το ΝΑΤΟ κινείται σταθερά προς τα ανατολικά, αγνοώντας τις ανησυχίες που εξέφρασε η Μόσχα», εξέλιξη «απαράδεκτη», κατά τη Μόσχα, που επανειλημμένως έχει προτείνει τις τελευταίες δεκαετίας να καταστεί «νομικά δεσμευτική η αρχή της ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας στον ευρωατλαντικό χώρο».
Επομένως, το ρωσικό ΥΠΕΞ υπογραμμίζει ότι «επιμένουμε στην ανάπτυξη – σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και βάσει της αρχής της ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας – σοβαρών μακροπρόθεσμων νομικών εγγυήσεων, αποκλείοντας κάθε περαιτέρω προώθηση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και την ανάπτυξη απειλητικών για τη Ρωσία οπλικών συστημάτων στα δυτικά σύνορά της». Η Μόσχα θεωρεί ότι για τη διασφάλιση των θεμελιωδών συμφερόντων της ευρωπαϊκής ασφάλειας «είναι απαραίτητο να αποκηρυχθεί επισήμως η απόφαση της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 περί του ότι “η Ουκρανία και η Γεωργία θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ”, ως αντιτιθέμενη στις δεσμεύσεις των ηγετών όλων των κρατών-μελών του ΟΑΣΕ “να μην ενισχύουν την ασφάλειά τους σε βάρος της ασφάλειας των άλλων”».
Η Μόσχα επιμένει επίσης «στη νομική κατοχύρωση της συμφωνίας για τη μη ανάπτυξη από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ επιθετικών οπλικών συστημάτων, που δημιουργούν απειλή για τη Ρωσική Ομοσπονδία στο έδαφος γειτονικών της χωρών, τόσο μελών όσο και μη μελών της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας» και αναμένει απάντηση του ΝΑΤΟ στις παλαιότερες προτάσεις της για τη μείωση της έντασης στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων: «η απομάκρυνση των περιοχών επιχειρησιακών ασκήσεων σε συμφωνημένη απόσταση από τη γραμμή επαφής Ρωσίας-ΝΑΤΟ, η συνεννόηση για την ελάχιστη απόσταση προσέγγισης πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών για την πρόληψη επικίνδυνης στρατιωτικής δραστηριότητας, κυρίως στις περιοχές της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας, η επανέναρξη του τακτικού διαλόγου μεταξύ των υπουργείων ‘Αμυνας Ρωσίας-ΗΠΑ και Ρωσίας-ΝΑΤΟ».