Οι εντυπωσιακές προσωπογραφίες των αγωνιστών του 1821 από τον Γερμανό φιλέλληνα Καρλ Κρατσαΐζεν, που πολέμησε στο πλευρό των Eλλήνων, προκαλούν εντύπωση για την αληθοφάνεια και την πλαστικότητά τους. Ενδιαφέρον έχει και η περιπέτεια του έργου του, καθώς στην Ελλάδα έφτασαν μετά το θάνατο του καλλιτέχνη.
Στη συγκεκριμένη συλλογή είχε αναφερθεί ο συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης, στενός φίλος του Καζαντζάκη (έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, 1980): «Τα εικονιζόμενα πρόσωπα, τα συνδέει μεταξύ τους κοινό ήθος. Σε τούτο οφείλουμε να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή. Οι αγωνιστές του ’21 θεωρούν την εθνεγερσία ως «αγώνα υπέρ πάντων». Στα χείλη τους επανέρχεται, υπό νέα γλωσσική μορφή, αλλά με αναλλοίωτο νόημα, η «πολλή βοή» των Ελλήνων, που ο Aισχύλος βάνει στο στόμα του Αγγέλου στους Πέρσες του. Ο Κανάρης δεν έχει ανάγκη να απεικονισθεί μπρος στην τουρκική ναυαρχίδα, μηδέ ο Κολοκοτρώνης μπρος στα τείχη της Τριπολιτσάς. Το εθνικό πνεύμα, τους τοποθετεί στο γνήσιο φυσικό και ηθικό κλίμα τους. Τους συνδέει μάλιστα με κάτι υψηλότερο, με την ιδέα της Ελευθερίας, δηλαδή με το αρχικό κινούν αίτιον».
Ο Γερμανός φιλέλληνας προσωπογράφος
Ο Καρλ Κρατσαΐζεν (1794-1878) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, σημαίνων φιλέλληνας και ζωγράφος, που φιλοτέχνησε τα πορτραίτα των βασικών αγωνιστών του 1821.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, εκτός από το ότι η γενέτειρά του ήταν η πολίχνη Kastellaun της Ρηνανίας – Παλατινάτου.
Το 1812 κατετάγη στον βαυαρικό στρατό και έλαβε μέρος στον πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού κατά της Γαλλίας, το 1813- 1814.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, ο Καρλ Κρατσαΐζεν εξεδήλωσε τα φιλελληνικά του αισθήματα. Τον Αύγουστο του 1826, υπηρετούσε στην Βαυαρία, με τον βαθμό του υπολοχαγού (ΠΖ), όταν αποφάσισε να μεταβεί στην Ελλάδα για να στηρίξει τον αγώνα των Ελλήνων. Δίχως να εξασφαλίσει την απαραίτητη άδεια από την υπηρεσία του, ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι από το Μόναχο και έφθασε εν τέλει στο Ναύπλιο μέσω Ιταλίας (Ανκόνα), Δυρραχίου, Κέρκυρας, Ζακύνθου, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πόρο, την Αίγινα και τη Σαλαμίνα.
Στην Αθήνα, κατατάχθηκε στο σώμα Βαυαρών εθελοντών, υπό τον Karl Wilhelm von Heideck. Το Σώμα αυτό είχε δημιουργηθεί κατά προτροπή του βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’, πατέρα του μελλοντικού βασιλέα της Ελλάδος, Όθωνος.
Αν και έμεινε μόνο για ένα χρόνο στην Ελλάδα, ως τον Αύγουστο του 1827, συμμετείχε σε σημαντικές μάχες, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Επίσης, η παρουσία του στην Αίγινα συμπίπτει με την άφιξη του πρώτου ελληνικού ατμόπλοιου, του «Καρτερία» (κυβερνήτης του οποίου ήταν ο Άγγλος φιλέλληνας Frank Abney Hastings), καθώς και της φρεγάτας «Ελλάς».
Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, ο Κρατσαΐζεν υπηρέτησε στη Σαλαμίνα και στο Ναύπλιο, ενώ έλαβε μέρος στην πολιορκία των Αθηνών το 1826, υπό τις διαταγές του Καρόλου Φαβιέρου. Επίσης, αγωνίσθηκε στην πολιορκία της Ακροπόλεως, το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 1827, αλλά και στη μάχη του Φαλήρου, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Κρατσαΐζεν, φιλοτέχνησε το πρόσωπο του Έλληνα Στρατηγού, μία ημέρα πριν τον θανάσιμο τραυματισμό του.
Τον Αύγουστο του 1827, ο Κρατσαΐζεν φιλοτέχνησε το τελευταίο του ιχνογράφημα στην Ελλάδα, αυτό του σπουδαίου φιλέλληνα βαρόνου Friedrich Eduard von Rheineck (1796-1854).
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Κρατσαΐζεν αποτάχθηκε από τον βαυαρικό στρατό, εξαιτίας της απουσίας του χωρίς άδεια, κάτι που συνιστούσε «λιποταξία». Επανήλθε όμως στις τάξεις του στρατεύματος, με παράλληλη απόδοση των στρατιωτικών του βαθμών, χάριν της υπηρεσίας του στην Ελλάδα υπό τις διαταγές του Karl Wilhelm von Heideck.
Ο Κρατσαΐζεν υπήρξε ιππότης πολλών γερμανικών παρασήμων, ενώ ταυτόχρονα ήταν κάτοχος των ελληνικών ηθικών αμοιβών του Αργυρού Αριστείου του Αγώνος και του Ταξιάρχη του Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος.
Υπόμνηση της πολεμικής δραστηριότητας του Κρατσαΐζεν στην Ελλάδα, αποτελεί η απεικόνισή του στον πίνακα «Το εν Πειραιεί στρατόπεδον του Καραϊσκάκη κατά το έτος 1827», τον οποίο φιλοτέχνησε ο Θεόδωρος Βρυζάκης.
Ο Γερμανός αξιωματικός, τοποθετημένος στην κάτω αριστερή γωνία του πίνακα, στέκεται ανάμεσα στους φουστανελοφόρους, με λυγισμένο το δεξί του πόδι, ενώ δείχνει την Ακρόπολη των Αθηνών με το αριστερό του χέρι.
Ο Καρλ Κρατσαΐζεν δεν άφησε απομνημονεύματα, ούτε σημειώσεις. Άφησε όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό καλλιτεχνικό και ιστορικό έργο.
Το πορτραίτο του Κουντουριώτη
Όλα άρχισαν στις 11 Αυγούστου 1826 στο Ναύπλιο, όταν ο Κρατσαΐζεν συνάντησε τον Γεώργιο Κουντουριώτη και σκιτσάρισε το πορτραίτο του, το οποίο ήταν το πρώτο που δημιούργησε. Σταδιακά, γνώρισε προσωπικά τους περισσότερους από τους αγωνιστές και τους παράγοντες της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν πυρπολητές, καπεταναίοι, οπλαρχηγοί, προεστοί και φιλέλληνες. Αρχικά, σχεδίαζε το πορτραίτο τους και, στη συνέχεια, τους ζητούσε να υπογράψουν το έργο που τους απεικόνιζε, ως πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, δημιούργησε μία σειρά από λιθογραφίες, που μας προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε με ακρίβεια την όψη των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γεωργίου Καραϊσκάκη, Νικηταρά, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ανδρέα Μιαούλη, Κωνσταντίνου Κανάρη, Κίτσου Τζαβέλλα, Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αλλά και των Τομπάζη, Γεωργίου Κουντουριώτη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σισίνη και πολλών άλλων.
Ακόμα φιλοτεχνήθηκαν πολλοί γνωστοί φιλέλληνες, όπως οι Charles Fabvier, Frank Hastings και Thomas Gordon.
Τι απέγινε η συλλογή
Μετά το θάνατο του Κρατσαΐζεν, η συλλογή με το έργο του περιήλθε ως κληρονομιά στην κόρη του, την Maria Krazeisen – Fetova, σύζυγο του Ρώσου καθηγητή Ion Radionov Fetov, ο οποίος δίδασκε στο Βερολίνο και μετά στο Γαλάτσι της Ρουμανίας.
Μετά τον θάνατο της Μαρίας, ο σύζυγός της ενημέρωσε τον Έλληνα ζωγράφο, Νικόλαο Γύζη, για την ύπαρξη των λιθογραφιών και πως ήθελε να τις παραχωρήσει στο ελληνικό Δημόσιο. Ο Γύζης του συνέστησε να τις παραχωρήσει στο (υπό ίδρυση) Μουσείο της πόλεως των Αθηνών.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1926, ο Fetov κατέθεσε το ιστορικό της συλλογής και ενημέρωσε επίσημα το ελληνικό προξενείο στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, ενώ ανέθεσε τα σχετικά με την πώληση στον Έλληνα κάτοικο εξωτερικού, Αντύπα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να αγοράσει το κληροδότημα, όπως και συνέβη, έναντι του ποσού των 200.000 δραχμών και, στη συνέχεια, να το παραδώσει στην Εθνική Πινακοθήκη.
Στη συλλογή, περιλαμβάνονται η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του Κρατσαΐζεν, το δερμάτινο σελάχι του αγωνιστή του 1821 Δημητρίου Πλαπούτα, το οποίο εκτίθεται στο Παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου στο Ναύπλιο, μια φωτογραφία του ζωγράφου και 24 λιθογραφίες.
Παράλληλα, αποκτήθηκε και ο λεπτομερής κατάλογος των έργων στη ρουμανική γλώσσα, με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μία φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζομένων.
Οι λιθογραφίες του Κρατσαΐζεν βρίσκονται στην αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα και, μέχρι σήμερα, η συλλογή έχει παρουσιασθεί τρεις φορές σε εκθεσιακό επίπεδο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Παντελή Πρεβελάκη, οι προσωπογραφίες του Κρατσαΐζεν «είναι αρκετές για να συνθέσουν την αρχέτυπη εικόνα του Εθνικού Αγωνιστή, που αναζητεί το ομαδικό υποσυνείδητο. Ιδωμένη από την ιστορική και ψυχολογική πλευρά, η κάθε προσωπογραφία αποτελεί μια ανεκτίμητη μαρτυρία για την φυλή, τον χαρακτήρα, την κοινωνική κατάσταση του εικονιζομένου».
Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, έγραψε σχετικά: «Ο Καρλ Κρατσάιζεν έβαζε τον εικονιζόμενο να υπογράψει στο κάτω μέρος του χαρτιού. Του οφείλουμε θαυμασμό για την πρόνοιά του και ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη σιωπηλή, αλλά ψηλαφητή μαρτυρία. Ο Καρλ Κρατσάιζεν, αν δεν είχε πάρει μαθήματα ζωγραφικής, είχε ασκηθεί τόσο πολύ, ώστε τα σχέδιά του δεν μπορούν να θεωρηθούν έργα ερασιτέχνη. Το βλέμμα του διεισδυτικό, οξύ και υποστηρίζεται από ένα χέρι, που σχεδιάζει διστακτικά μεν, αλλά με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία. Συχνά, τα σχέδιά του έχουν την ποιότητα του νεοκλασικού ζωγράφου Ενγκρ. Οφείλουμε πράγματι ευγνωμοσύνη τόσο στους κληρονόμους του Κρατσάιζεν, που διαφύλαξαν αυτόν τον θησαυρό, όσο και στον Ζαχαρία Παπαντωνίου, διευθυντή τότε της Εθνικής Πινακοθήκης, που είχε την έμπνευση να τον αποκτήσει το 1926».
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου